ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Δεύτερος μήνας του πρώτου έτους ανάπτυξης.
Έξω, η Αθήνα κρύβεται πίσω από ένα κόκκινο σύννεφο, σαν το Λονδίνο του Ντίκενς και του Ουάιλντ, με παιδιά που πεινάνε και ανθρώπους που κοιμούνται σε παγκάκια, ο Σκρουτζ κοιμάται ήσυχος σε ένα πολυτελές διαμέρισμα με συναγερμό, ούτε το φάντασμα των προηγούμενων λαϊκών εκρήξεων ούτε το φάντασμα των επερχόμενων εκλογών ταράζουν τον ύπνο του, ο ευτυχισμένος πρίγκιπας δε νοιάζεται για το φτωχό που κρυώνει και κανένα χελιδόνι δε θα δροσίσει με το φτερούγισμά του το παιδί που ψήνεται στον πυρετό.
Μια διμοιρία χακήδων που σπρώχνει τις καθαρίστριες έξω από ένα υπουργείο.
Μια παρέα μακελάρηδων που ξεδίνουν σε ένα γυμναστήριο σε άψυχους σάκους του μποξ. Αναδουλειές τελευταία.
Ένας άστεγος έξω από το Άττικα που ζεσταίνεται στην εξάτμιση ενός λεωφορείου.
Ώρα δώδεκα στο σχολείο. Συσσίτιο. Μια μεγάλη χύτρα με φασολάδα. Η γυμνάστρια που σερβίρει φορώντας ποδιά πάνω από τις φόρμες. Ταπεράκια, ψωμάκια, πορτοκάλια, παιδικά χεράκια. Χαμόγελα. Φασαρία.
Κυριακή στο Σύνταγμα με ανοιχτά μαγαζιά και κόσμο που χαζεύει τις βιτρίνες και τα κιγκλιδώματα μπροστά στη βουλή. Εκπτώσεις. Δρόμοι ανοιχτοί και διαφυγή πουθενά. Αδιέξοδο.
Έξω από το σχολείο ένας επιθεωρητής με γκρι κουστούμι και γκρι βλέμμα αξιολογεί την ενδεχόμενη αποτυχία του για μια ακόμα φορά. Αναζητά μια χαραμάδα φιλοδοξίας, μια ρωγμή φόβου, ένα ανοιχτό παράθυρο απάθειας. Τριάντα ολόκληρα χρόνια. Αναζητά μια είσοδο. Μα δεν τη βρίσκει.
Σταδίου. Διαδηλωτές που βαδίζουν, χωρίς πυξίδα, χωρίς χάρτες και οδοδείκτες. Ένας Σίσυφος που σέρνει το βράχο από τα Προπύλαια μέχρι τη βουλή και μετά πάλι στα Προπύλαια. Και πάλι από την αρχή. Με πείσμα.
Οι μεγάλοι ποιητές που έχουν φύγει από καιρό, κανείς δεν τους θυμάται πια, η σκηνή που γέμισε από έμπορους, γελωτοποιούς και κόλακες.
Ένας άνθρωπος από την άλλη άκρη του κόσμου που κλαίει στον Πειραιά. Τα μάτια του γεμάτα κύματα, βάρκες, ρούχα και αγκαλιές που χάθηκαν για πάντα κάτω από το νερό. Τα μάτια του γεμάτα φαρμάκι.
Οι νέοι που μετράνε τις κάρτες του ΟΑΕΔ και οι γέροι τα ένσημα που τους λείπουν για τη σύνταξη.
Μπροστά στην πόρτα ενός σχολείου η καθηγήτρια που στέκεται μετέωρη με το χαρτί της απόλυσης. Ένα βήμα ακόμα. Έξοδος. Πίσω της, είκοσι χρόνια στην τάξη, είκοσι γενιές παιδιών, ονόματα που θυμάται και ονόματα που ξέχασε.
Μοναχό του ένα παιδί ζωγραφίζει το θρανίο του. Είναι από τη Λάρισα, τα Τίρανα, την Αλεξάνδρεια και είναι από την Καμπούλ, τη Σόφια, την Κρήτη.Κάπου στο βάθος ακούγεται η φωνή του δασκάλου, αλλά το βλέμμα του παιδιού ταξιδεύει έξω από το παράθυρο. Κρυφοκοιτάζει το μέλλον μέσα από ένα ξύλινο καλειδοσκόπιο.Χρώματα και όνειρα και ιδέες και σχήματα στροβιλίζονται.
Χαμογελάει…
Το αύριο του ανήκει. Ποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό;