ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
O ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
«Ζητώ συγγνώμη από τους δασκάλους εκείνους, που μέσα σε φρικιαστικές συνθήκες, προσπαθούν να στραφούν ενάντια στην ιδεολογία, ενάντια στο σύστημα και στις πρακτικές όπου έχουν παγιδευτεί, με τα λιγοστά όπλα που βρίσκουν στην ιστορία και στη γνώση που “διδάσκουν”. Είναι ήρωες. Είναι, όμως, σπάνιοι, ενώ πόσοι αλήθεια (η πλειοψηφία) δεν έχουν καν αρχίσει να υποψιάζονται τι είδους “δουλειά” τους βάζει να κάνουν το σύστημα (που τους ξεπερνά και τους συνθλίβει), κι ακόμα χειρότερα, βάζουν συχνά όλα τους τα δυνατά κι όλη την εξυπνάδα τους για να επιτελέσουν το καθήκον τους στην εντέλεια (με τις περίφημες νέες μεθόδους!). Είναι τόσο βέβαιοι γι΄ αυτό που κάνουν, ώστε συμβάλλουν, με την αφοσίωσή τους, στο να συντηρούν και να τρέφουν την ιδεολογική αναπαράσταση του σχολείου (ως τόσο “φυσικού και χρήσιμου”)...»
Αλτουσέρ (1983)
Οι ασκήσεις ομαδικής «αυτοαξιολόγησης» που συγκεκριμένοι «εκσυγχρονιστικοί» κύκλοι προσπάθησαν να επιβάλουν στα πληρώματα των σχολικών μονάδων το προηγούμενο διάστημα, καθώς και η πρόθεση εφαρμογής της ατομικής αξιολόγησης μόνο τυχαία και αποσπασματικά γεγονότα δεν ήταν . Εδώ και πολλά χρόνια ένας νέος συντηρητισμός με τις πιο νωθρές υστερίες ενός δήθεν ελευθεριακού λόγου, μας λέει, κουνώντας μας επιδεικτικά το δάχτυλο, ότι η «κοινωνία της γνώσης» οφείλει να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες προκλήσεις και αλλαγές. Όποιος αντιστέκεται, κατηγορείται ότι υπηρετεί τον παρωχημένο συνδικαλισμό και τον «αναχρονισμό» αντί να βοηθήσει στην εισαγωγή των «καινοτομιών» που θα οδηγήσουν δήθεν τους μαθητές στη χαρά της κατάκτησης των «πληροφοριών» και των «δεξιοτήτων». Η μόρφωση, η γενική παιδεία και η μάθηση με την ευρεία της έννοια οδηγούνται στο περιθώριο εις το όνομα της κατάρτισης, της ανταγωνιστικότητας και της σύνδεσης του σχολείου με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Μέσα σ΄αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο κάποιοι ονειρεύονται πρόθυμους εκπαιδευτικούς αποφασισμένους να υπηρετήσουν το χυδαίο σχέδιό τους για την «εκπαίδευση του μέλλοντος», όπως βέβαια αυτοί την αντιλαμβάνονται με οδηγό την αποσύνθεση της γνώσης και τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Οι εμπνευστές του παγκόσμιου σχεδίου καταστροφής κάθε προσκόμματος που εμποδίζει το κέρδος, οι ίδιοι που προκρίνουν την αμάθεια των νέων ανθρώπων ως προσόν για την «ευέλικτη αγορά», βρίσκουν πολλούς υποστηρικτές δυστυχώς και στον ελλαδικό εκπαιδευτικό χώρο. Τα γεγονότα όμως δεν είναι τόσο αθώα όσο μερικοί θέλουν να τα παρουσιάζουν. Για να φτάσουμε στη σημερινή πραγματικότητα είχαμε μια σειρά εξελίξεων τις τελευταίες δεκαετίες τις οποίες δε δικαιούται πια κανείς να αγνοεί. Πιο συγκεκριμένα:
Από το 1974 η Παγκόσμια Τράπεζα θέτει ως κύριο ζήτημα την αύξηση της αποτελεσματικότητας στην εκπαίδευση (http://www.worldbank.org). Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές καθιερώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ΄80, όταν η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και το τέλος του ψυχρού πολέμου ισχυροποίησαν τη θέση του καπιταλισμού ως κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα. Τη δεκαετία του ΄90 η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, οδηγεί στην απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού και την αυξανόμενη τάση λήψης αποφάσεων από κλειστές ομάδες ισχύος που δρουν στο πλαίσιο υπερεθνικών σχηματισμών (Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), με κριτήρια όπως ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα. Ο Π.Ο.Ε θέτει σε ισχύ το 1995, τη Γενική Συμφωνία στο Εμπόριο των Υπηρεσιών (G.A.T.S.), με στόχο τη βαθμιαία μετακίνηση όλων των εμποδίων στις συναλλαγές. Η συμφωνία καλύπτει τομείς, όπως είναι οι τράπεζες, η εκπαίδευση, η υγεία και οι μεταφορές. Είναι ξεκάθαρο ότι η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται από τον ΠΟΕ όπως οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία. Στην Ευρώπη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993), για πρώτη φορά διαμορφώνεται ένα νομικό πλαίσιο που επιτρέπει στην Κοινότητα να προτείνει δράσεις εκπαιδευτικής συνεργασίας και γίνεται σαφές ότι η Ένωση δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την παιδεία καθαυτή, αλλά για τον τρόπο που η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει στην προώθηση της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Στη συνέχεια η Πράσινη (1993) και η Λευκή Βίβλος (1995), όπως και διαδικασία της Μπολόνια (1999) θα καθορίσουν τις κατευθύνσεις των εκπαιδευτικών κοινοτικών πολιτικών, με κύρια προτεραιότητα, τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος εκπαίδευσης. Κατόπιν το 2000 στη Λισσαβόνα έγινε μία πολύ σημαντική Σύνοδος της Ε.Ε. Εκεί για πρώτη φορά καθορίστηκαν συγκεκριμένοι στρατηγικοί στόχοι και κατευθύνσεις μεταρρύθμισης των εκπαιδευτικών συστημάτων των ευρωπαϊκών κρατών, στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ηγετικής ευρωπαϊκής οικονομίας βασισμένης στη γνώση, με άξονα το πρόγραμμα εργασίας «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010 το οποίο επεκτάθηκε ως το 2020». Πρόκειται για μια διεθνή προσπάθεια να αξιολογηθούν οι μαθητικές επιδόσεις και να επαναπροσδιοριστούν οι εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές έτσι ώστε να οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα (http://www.pisa.oecd.org). Παράλληλα και άλλοι διεθνείς οργανισμοί όπως η UNESCO και ο ΟΟΣΑ συμβάλλουν ο καθένας με τον τρόπο του στην προσπάθεια μετρησιμότητας και στατιστικοποίησης του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου (Unesco, 2002· www.oecd.org). Όμως αυτή η συνολική στατιστικοποίηση της εκπαιδευτικής πράξης και η ιεραρχική κατάταξη των εκπαιδευτικών συστημάτων δε θεωρείται έγκυρη επιστημονικά.
Ουσιαστικά μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς επιχειρείται η νομιμοποίηση συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που συνδέουν την ποιότητα με οικονομικά μετρήσιμα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης και στο ότι ανακηρύσσονται νικήτριες (βλ. Φινλανδία ) ή ηττημένες χώρες (βλ. Ελλάδα) οι οποίες συνήθως καταφεύγουν στον άκριτο εκπαιδευτικό δανεισμό προκειμένου να φτάσουν στο επίπεδο των πρώτων.
Η παραπάνω πρακτική ενισχύεται και από μια σειρά χρηματοδοτικών προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα Δια Βίου Μάθησης 2007-13, ΕΣΠΑ κ.ά. Aυτές οι φαινομενικά γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις μπορεί από τη μια να βελτιώνουν σε πολλές περιπτώσεις τις υποδομές των επιμέρους εκπαιδευτικών συστημάτων, από την άλλη μεριά όμως αυξάνουν τις απαιτήσεις των διεθνών οργανισμών από τα κράτη που απορροφούν τέτοιου είδους κονδύλια για τη δέσμευσή τους σε προαποφασισμένες ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές που δεν είναι καθόλου ουδέτερες. Αντίθετα οι πολιτικές αυτές προσανατολίζονται σαφώς στην εφαρμογή των αρχών της αγοράς και στην εκπαίδευση.
Οι νεοφιλελεύθεροι απαιτούν σήμερα «μεταρρυθμίσεις» (ιδιωτικοποιήσεις, ευελιξία στην εργασία, στη χρηματοδότηση των συντάξεων, κατάργηση της έννοιας του δημόσιου λειτουργού, αποδυνάμωση του συνδικαλισμού) στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή των κρατών. Ο «εκσυγχρονισμός», τόσο απαιτητικός και τόσο επιδιωκόμενος, είναι μία από τις λέξεις-κλειδιά της νεοφιλελεύθερης ρητορικής, που επιβάλλεται ως επιταγή απορρίπτοντας ως ξεπερασμένο ό,τι της αντιπαρατίθεται. Ακόμα και η ελευθερία ταυτίζεται με την αγορά, ενώ η κατάκτησή της με την καταναλωτική ικανοποίηση και όχι με την διεύρυνση κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σύμφωνα με αυτές τις προϋποθέσεις, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις αναλαμβάνουν λιγότερες ευθύνες για την ευημερία των πολιτών τους και οι πολίτες γίνονται «υπεύθυνοι» για τον εαυτό τους. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού και υποταγμένου ατόμου που μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη των μηχανισμών μιας οικονομίας που μεγιστοποιεί τα κέρδη των ισχυρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει μια ορισμένη νεοφιλελεύθερη ρητορική η οποία μιλάει ακόμη και για «αγορά της εκπαίδευσης» που πρέπει να έχει ως βασική επιδίωξη την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων εκείνων που χρειάζεται ένα άτομο για να γίνει οικονομικά παραγωγικό μέλος της κοινωνίας.
Όλη αυτή η προσπάθεια του οικονομικού πεδίου να καθολικοποιήσει τις αρχές του, να τις παρουσιάσει ως μια νομοτελειακή εξέλιξη των πραγμάτων, να απαξιώσει ιστορικές έννοιες όπως η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, και να εφαρμόσει και στην εκπαίδευση ένα μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας βασισμένο στη μετατόπιση της αιτίας των κοινωνικών γεγονότων στην ατομική ευθύνη, νομιμοποιεί τον ακραίο ανταγωνισμό, οδηγεί μακριά από την εκπαίδευση της πνευματικής και ηθικής εργασίας, την υποβαθμίζει σε απλή τεχνική.
Τελικά αυτή η γενικευμένη τάση ομογενοποίησης απειλεί την ίδια τη λογική της παραγωγής, της κοινωνικής θεμελίωσης και της ανιδιοτελούς αφοσίωσης στη γνώση, σημαίνει κατάργηση της δωρεάν παιδείας και της ισότητας ευκαιριών, ένταση των επιλεκτικών μηχανισμών, εργαλειοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, εμφάνιση σχολείων πολλών ταχυτήτων, τεχνοκρατική αντίληψη για τη γνώση, συντηρητική ιδεολογία, εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης-συρρίκνωσή της σε ένα προϊόν, σε ένα αγαθό όπως όλα τα άλλα και αποβολή της κοινωνικής της διάστασης. Οι παραπάνω διαπιστώσεις σε συνδυασμό και με τις «νεοσυντηρητικές» επιλογές στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό χώρο, δημιουργούν καταστάσεις οι οποίες συμβάλλουν περισσότερο στην υποβάθμιση του παιδαγωγικού και μορφωτικού ρόλου του εκπαιδευτικού και στη μεταλλαγή του σε απλό τεχνοκράτη και μάνατζερ, ο οποίος διεκπεραιώνει αποφάσεις και εντολές άλλων, οργανώνει μετρήσιμες παιδαγωγικές δραστηριότητες και ελέγχεται αυστηρά για την εφαρμογή τους.
Αν και δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί, διοικητικοί υπάλληλοι, στελέχη και εκπαιδευτικοί, που είναι διατεθειμένοι (συνειδητά ή ασυνείδητα) να εφαρμόσουν αυτές τις επικίνδυνες πολιτικές, εμείς δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Η εκπαίδευση, θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ένα καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα και όχι μια ατομική καταναλωτική δαπάνη.
Ανάμεσα στα καινοτόμα προγράμματα και στην αδιαφορία, έχουμε μπροστά μας την κρίση ως ευκαιρία για να συνθέσουμε το θρυμματισμένο κόσμο μας. Εμείς οι δάσκαλοι είμαστε αυτοί που θα αντισταθούμε και θα μιλήσουμε για την δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, που θα παλέψουμε με κάθε μέσο μέσα στα σχολεία και στην κοινωνία για τη σύνθεση της γνώσης, για την αξία της παιδείας, της εργασίας, για τον πολιτισμό.
Όποιος ισχυρίζεται ότι δεν αλλάζει τίποτα είναι είτε αφελής, είτε μιλάει εκ του πονηρού! Σε καμία περίπτωση η παρούσα κατάσταση στον ευρωπαϊκό χάρτη της εκπαίδευσης δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φυσική και αναπόδραστη διαδικασία, αλλά ως στρατηγική επιλογή των δυνάμεων της αγοράς η οποία στο παρόν και στο μέλλον μπορεί να ανατραπεί με γνώση, ισχυρή θέληση και αγώνες.
«Καμιά φορά ο ουρανός σε θυμάται. Αλλά χρειάζεται κι ένας άγγελος να κατεβεί για να σου δείξει ότι κι εσύ ξέρεις να κοιτάς ψηλά. Να σε πείσει ότι και τα δικά σου μάτια μπορούν να δουν το φως. Τέτοιοι άγγελοι είναι οι καλοί δάσκαλοι. Αγγελιοφόροι φωτός. Που ανάβουν, σαν μικρά κεράκια, τη φλόγα στα παιδιά... Όσο πιο δυνατή, τόσο πιο πολύ θα κρατήσει..»
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλτουσέρ, Λ. (1983), Θέσεις, μετφρ. Ξ. Γιαταγάνας, Θεμέλιο, Αθήνα, δ΄ έκδοση.
Γράβαρης, Ν. & Παπαδάκης, Ν. (2005). Εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική: Μεταξύ κράτους και αγοράς. Αθήνα: Σαββάλας
Ζμας, Α. (2007). Παγκοσμιοποίηση και εκπαιδευτική πολιτική. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Κάτσικας, Χ. (2012). Εκπαίδευση σε συσκευασία μετρήσιμων στόχων, On line: εδώ
Κυριακού Γ. (2014), από τη Ρήξη φ. 106, On line: εδώ
Ματθαίου, Δ. (2007). Τάσεις στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης. Η μεταλλαγή ενός εργαλείου ανάλυσης σε μέσο χειραγώγησης της εκπαιδευτικής πολιτικής. Στο: Δ. Χαραλάμπους (επιμ.). Μεταπολίτευση και Εκπαιδευτική Πολιτική: παρελθόν - παρόν - μέλλον. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 301-310.
Μούτσιος, Σ. (2004). Ευρωπαϊκή υπερεθνική διακυβέρνηση και ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Στο: Δ. Χαραλάμπους (επιμ.). Μεταπολίτευση και Εκπαιδευτική Πολιτική: παρελθόν - παρόν - μέλλον. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 339-350.
Πασιάς, Γ. (2006α). Ευρωπαϊκή Ένωση και Εκπαίδευση. Θεσμικός Λόγος και Εκπαιδευτική Πολιτική (1950-1999). Τόμος Α′. Αθήνα: Gutenberg.
Πασιάς, Γ. (2006β). Ευρωπαϊκή Ένωση και Εκπαίδευση. Η Στρατηγική της Λισαβόνας. Εκπαιδευτικός Λόγος και Πολιτικές (2000-2006). Τόμος Β′. Αθήνα: Gutenberg.
Pilgrim, free blogger http://www.lifo.gr/users/view/86
Σταμέλος, Γ. & Βασιλόπουλος, Α. (2004). Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική. Συγκρότηση - Θεματολογία - Μεθοδολογία υλοποίησης - Επιδράσεις στην ελληνική εκπαίδευση και κατάρτιση. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Τσαούσης, Δ. (2007). Η εκπαιδευτική πολιτική των Διεθνών Οργανισμών. Παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαστάσεις. Αθήνα: Gutenberg