ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗΣ
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010 -2014.
Υπό το πρίσμα της έκθεσης του Ο.Ο.Σ.Α. (2011).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Θέλοντας κάποιος ν’ αναδείξει τις κοσμογονικού – καταστροφικού χαρακτήρα αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης από το 2009 έως τώρα (2014) δε χρειάζεται ν’ ανατρέξει στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα από το 2009 έως σήμερα (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΛΑΟΣ – ΔΗΜΑΡ), αρκεί μια ματιά στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για να κατανοήσει σε ποιο δρόμο βαδίζει η εκπαιδευτική πολιτική που υλοποιείται στη χώρα μας και ποιες συνέπειες έχει αυτή (η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική) για τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας και των λαϊκών στρωμάτων.
* * *
Μέσα στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση (2011) είναι χαρακτηριστικές και συνεχείς οι αναφορές περί «εξορθολογισμού του σχολικού δικτύου» λόγω της ύπαρξης «μη αποδοτικού δικτύου μικρών σχολείων, μικρού αριθμού μαθητών ανά εκπαιδευτικό και ολιγομελών τμημάτων», καθώς και για «αξιολόγηση και αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου με στόχο την «Αξιολόγηση για τη βελτίωση της επίδοσης και αποδοτικότητας της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού συστήματος».
Οι επιχειρούμενες αλλαγές – μεταρρυθμίσεις που έγιναν και γίνονται στην ελληνική εκπαίδευση δεν έχουν άλλο στόχο από το να αλλάξουν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα το DNA της Δημόσιας Εκπαίδευσης συρρικνώνοντας το Δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της και απογειώνοντας τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, αφού προβλέπεται: «Μείωση των εισακτέων στο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης σε ποσοστά παρόμοια με τον μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ και σαφέστερη διαφοροποίηση στις προϋποθέσεις εισαγωγής μεταξύ πανεπιστημίων και ΤΕΙ -Καθιέρωση νέων κανόνων για τις μετεγγραφές - Ενοποίηση ή συγχώνευση μικρών τμημάτων με χαμηλό αριθμό εγγραφών και χαμηλά ποσοστά αποφοίτησης - Αύξηση επιμερισμού του κόστους στους φοιτητές κατά τρόπο συνεπή με την προϋπόθεση του Συντάγματος για δωρεάν εκπαίδευση», προτάσεις τις οποίες είδαμε να υλοποιούνται όλες από την κυβέρνηση της (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ), δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση της έκθεσης του ΟΟΣΑ (2011), στο νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που ψηφίστηκε.
Ακόμα χειρότερα περιγράφεται η «πολύ περιορισμένη αυτονομία των σχολείων ως προς την διδακτέα ύλη, τις πολιτικές αξιολόγησης και την κατανομή πόρων, ο πολύ περιορισμένος ανταγωνισμός μεταξύ σχολείων, η μη τυποποιημένες αξιολογήσεις και περιορισμένη χρήση τυποποιημένων τεστ, οι διευθετήσεις περιορισμένης λογοδοσίας, οι αναποτελεσματικές επιλογές δαπανών, η παροχή προσχολικής εκπαίδευσης στην πλειοψηφία των παιδιών», ως ανασχετικοί παράγοντες για την αποτελεσματική λειτουργία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, διατυπώσεις που εξηγούν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις διευθετήσεις που ακολούθησαν με νομοθετικές παρεμβάσεις, αναφορικά με την αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου, οι οποίες έχουν ως μοναδικό στόχο την κατηγοριοποίηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών και τη σύνδεση του αποτελέσματος της αξιολογικής διαδικασίας με τη χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων και το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών.
Η απόλυτη υποταγή της εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκείται την περίοδο αυτή από τις κυβερνήσεις, υπό το καθεστώς των μνημονίων και των «δανειακών συμβάσεων», στις ανάγκες της αγοράς και η μετατροπή του δικαιώματος της παροχής παιδείας με δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα σε αγοραίο είδος και η υποχρηματοδότηση – ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης, μέσα από την ουσιαστική κατεδάφισή της, δικαιολογείται από την έκθεση του ΟΟΣΑ ως εξής:
«Το μέλλον της ευημερίας της Ελλάδας εξαρτάται από τη βελτίωση της επίδοσης στην εκπαίδευση προκειμένου να τονωθεί η παραγωγικότητα και να βελτιωθούν τα αποτελέσματα σε κοινωνικό επίπεδο. Στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα , με δεδομένη την ανάγκη για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δαπανών της, πρέπει και μπορεί να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι προκλήσεις είναι σημαντικές. Για παράδειγμα, η Ελλάδα υστερεί πολλών χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις επιδόσεις της στο διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης μαθητών (PISA), συμπεριλαμβανομένων χωρών με όμοια ή χαμηλότερα επίπεδα δαπανών ανά μαθητή καθώς και χώρες με όμοια και χαμηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης. Η μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κυρίως επειδή οι Έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις.
Επίσης, μικρότερο ποσοστό φοιτητών που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ολοκληρώνουν τις προπτυχιακές τους σπουδές εντός του προβλεπόμενου χρόνου φοίτησης από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει δράσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μη βιώσιμη δομή του κόστους του συστήματος και τη μη αποδοτικότητα, που είναι συμφυής μιας παρωχημένης, αναποτελεσματικής κεντρικής εκπαιδευτικής δομής. Οι δράσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: αλλαγή των δομών διακυβέρνησης και διαχείρισης, κατάργηση, συνένωση ή συγχώνευση μικρών και μη αποδοτικών μονάδων, βέλτιστη αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού, βελτίωση της διασφάλισης ποιότητας και των πληροφοριακών συστημάτων καταμέτρησης στοιχείων και θέσπιση πολύ πιο αποτελεσματικών δομών για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η μέση αναλογία μαθητών/εκπαιδευτικών και ο αριθμός μαθητών ανά τάξη στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερος από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν σημαντικά λιγότερες ώρες ετησίως από σχεδόν όλες τις άλλες χώρες στην Ευρώπη. Παρόλο που οι μισθοί των εκπαιδευτικών είναι χαμηλότεροι από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, τα μισθολογικά έξοδα ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Το υψηλό κόστος μονάδας οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν σχετικά λιγότερες ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες τάξεις».
Για όλα τα παραπάνω είδαμε και βλέπουμε ακόμα να υλοποιούνται μια σειρά από ρυθμίσεις που οδήγησαν χιλιάδες σχολεία σε κλείσιμο, σε αύξηση του αριθμού των μαθητών στις τάξεις, αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και διαθεσιμότητες – απολύσεις γι’ αυτούς, ενώ η αποκέντρωση των δομών και της διοίκησης της εκπαίδευσης προχωράει γοργά, κυρίως μέσω της υλοποίησης των ρυθμίσεων του νόμου 3848/2010 (Καλλικράτης) για τους ΟΤΑ.
Για να περάσουν όμως και να εδραιωθούν στις συνειδήσεις εκπαιδευτικών και λαού αυτές οι βαθιά αντιδραστικές και ταξικές επιλογές στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης έπρεπε να «επιστρατευτεί» και η διαδικασία της αξιολόγησης ως πανάκεια για τον «εξευρωπαϊσμό» της Ελληνικής Δημόσιας Εκπαίδευσης σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ: «Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν εξωτερική αξιολόγηση της μάθησης ή εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και της διδασκαλίας ή οποιοδήποτε άλλο ανάλογο μηχανισμό σύγκρισης για τη διασφάλιση ποιότητας (εκτός από τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα PISA και τις εισαγωγικές εξετάσεις του πανεπιστημίου). Δεν υπάρχουν αξιόπιστοι δείκτες που να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος συνταγματικές δεσμεύσεις για δωρεάν εκπαίδευση», δικαιολογούν απόλυτα τόσο τους νόμους και τα Π. Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών όσο και το νόμο για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη μετατροπή του Λυκείου σε στυγνό εξεταστικό μηχανισμό ταξικής επιλογής και απόρριψης των μαθητών.
Η περιγραφή και ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης της χώρας από τους συντάκτες της έκθεσης του ΟΟΣΑ δηλώνει με υπόρηττο τρόπο τις «αναγκαίες» τομές και παρεμβάσεις που είναι αναγκαίο να γίνουν τόσο σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής αφού χαρακτηριστικά περιγράφεται:
«Μια κοινωνία και οικονομία παραδοσιακά αγροτική. Ως συνέπεια αυτού έχει καλλιεργηθεί μία ιδιαίτερα τοπική και περιφερειακή πολιτική κουλτούρα, όπου παρά τους ισχυρούς δεσμούς της Ελλάδας ως έθνος, η πίστη στο χωριό και την οικογένεια είναι μεγάλης σπουδαιότητας – ακόμη και για τον πληθυσμό που ενδεχομένως έχει μετοικήσει εδώ και πολύ καιρό στις μεγάλες μητροπολιτικές περιφέρειες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Μακρά παράδοση ιδιαίτερα κεντρικής διακυβέρνησης και μέτρα για τη διασφάλιση της εθνικής συνοχής και την εξάλειψη του τοπικισμού. Προτάσεις για αποκέντρωση και διαφοροποίηση ανά περιφέρεια αντιμετωπίζονται με ενδιαφέρον και αντιπροσωπεύουν σημαντικές αποκλίσεις από το παρελθόν.
Υψηλό ποσοστό εργασίας στο δημόσιο τομέα (40% του ΑΕΠ), με ισχυρότερα προνόμια και εργασιακή ασφάλεια από ό, τι συνηθίζεται στον ιδιωτικό τομέα.
Έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι κυβερνητικών πρωτοβουλιών και ανησυχία για διαφθορά, κακοδιαχείριση, κατάχρηση κρατικών πόρων ή απασχόληση στο δημόσιο για ιδιωτικούς σκοπούς. Συνεπώς, η κυβέρνηση εστιάζει περισσότερο στη συμμόρφωση και την «αποτροπή του χειρότερου», παρά στην παροχή υπηρεσιών.
Η χώρα προφανώς διανύει μία μεταβατική περίοδο και, όπως σε περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση, το κενό μεταξύ πρόθεσης και υλοποίησης παραμένει. Ωστόσο, η οικονομική κρίση επιταχύνει τη διαδικασία αλλαγής».
Αυτές οι «διαδικασίες αλλαγής» που επιταχύνονται από την οικονομική κρίση, μέσω και των υλοποιούμενων πολιτικών στο χώρο της εκπαίδευσης οδήγησαν και οδηγούν στην εδραίωση της λειτουργίας του «Νέου Σχολείου» της αγοράς, δηλαδή του ιδιωτικοποιημένου και μεταλλαγμένου «Δημόσιου» Σχολείου που όλοι βιώνουμε, το οποίο λειτουργεί στη βάση ιδωτικοοικονομικών κριτηρίων και άκρατου ανταγωνισμού μεταξύ των σχολικών μονάδων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών, με στόχο την απογείωση των ταξικών φραγμών και τον αποκλεισμό – απόρριψη χιλιάδων μαθητών από τις τάξεις της Δημόσιας Εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα αναφέρονται στην έκθεση του ΟΟΣΑ:
«Τα τελευταία χρόνια, η πρόσβαση σε αξιόπιστες δημόσιες πληροφορίες αναφορικά με τις σχολικές επιδόσεις αποτελεί ολοένα και συχνότερο φαινόμενο. Εν μέρει, απορρέει από το δικαίωμα των ενδιαφερομένων παραγόντων, ιδιαίτερα δε των γονέων, να γνωρίζουν τις επιδόσεις μιας σχολικής μονάδας, στο πλαίσιο της επιλογής του σχολείου για τα παιδιά τους.
Επικρατεί επίσης η πεποίθηση ότι η μέτρηση και η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων σε συγκριτική βάση θα οδηγήσει τα σχολεία να δώσουν έμφαση στις δράσεις που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της συγκριτικής τους επίδοσης.
Το σύστημα δεν μπορεί να βασίζεται σε ομοιογενή εργαλεία για τη μέτρηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και την πραγματική επίτευξη των μαθησιακών αποτελεσμάτων, καθώς δεν υπάρχει ούτε εξωτερική αξιολόγηση μάθησης, η οποία να βασίζεται σε τυποποιημένη αξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο.
Η επίδοση στα σχολεία κρίνεται ολοένα και περισσότερο βάσει μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Βασικό στοιχείο ενός συστήματος αξιολόγησης, το οποίο απουσιάζει σήμερα στην Ελλάδα, είναι ένα μέσο αξιολόγησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων μέσω αξιολόγησης μαθητή σε εθνικό επίπεδο…… ένα εθνικό σύστημα αξιολόγησης μαθητή, κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί σε πολλά επίπεδα: σε επίπεδο μαθητή, τάξης, σχολικής μονάδας, περιφέρειας και συστήματος.. Δημιουργία κεντρικής «τράπεζας θεμάτων» την οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί, και η οποία να είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα».
Τελευταίο κομμάτι της ανάλυσής μας αναφορικά με την εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική όπως αυτή αποτυπώνεται σε επίπεδο προτάσεων στις σελίδες της έκθεσης του ΟΟΣΑ (2011) αφορά το κομβικό ζήτημα της αξιολόγησης – χειραγώγησης των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο Δημόσιο Σχολείο σήμερα, αφού ο οδοστρωτήρας της «αξιολόγησης» είναι αυτός που θα ισοπεδώσει εργασιακά – δικαιώματα και κατακτήσεις των εκπαιδευτικών και θα αλλοιώσει πλήρως την όποια παιδαγωγική ελευθερία – αυτονομία και δημοκρατία έχει απομείνει στη λειτουργία των δημόσιων σχολείων, ώστε να εδραιωθούν και να ευδοκιμήσουν οι βαθιά αντιλαϊκές και ταξικές πολιτικές που υιοθετούνται και εφαρμόζονται στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης από το 2009 έως σήμερα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα περιγράφονται στην έκθεση του ΟΟΣΑ και απηχούν πλήρως τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ήδη επιβλήθηκαν ή προετοιμάζεται να επιβληθούν από την κυβέρνηση για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με δυσοίωνες προοπτικές για το μέλλον της Δημόσιας Εκπαίδευσης και το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών, αφού δηλώνεται ξεκάθαρα ό,τι:
«Αυτοαξιολόγηση: Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών πρέπει να συνδέεται με ευρύτερους στόχους της εξέλιξης του σχολείου και του συστήματος, και με την αξιολόγηση, τις πρακτικές ανατροφοδότησης και την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Σύνδεση της ανάπτυξης προγραμμάτων επαγγελματικής εξέλιξης των σχολείων με τα αποτελέσματα του πιλοτικού προγράμματος αυτοαξιολόγησης. Ωστόσο, πρέπει να φροντίσουν, ώστε η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων να μην σχεδιαστεί και να μην ερμηνεύεται απλώς ως μια γραφειοκρατική υποχρέωση ρουτίνας. Γι’ αυτό το λόγο, η αυτοαξιολόγηση πρέπει να οργανωθεί, με τρόπο ώστε να είναι συγκρίσιμη μεταξύ σχολικών μονάδων και ώστε να μπορεί να επικυρώνεται και να συμπληρώνεται από εξωτερική αξιολόγηση. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο πρέπει: να οργανώσει την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων, έτσι ώστε τα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα μεταξύ σχολικών μονάδων και να επικυρώνονται και να συμπληρώνονται από εξωτερική αξιολόγηση.
Αξιολόγηση: Ο προσδιορισμός των συνεπειών των αξιολογήσεων για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας είναι περίπλοκο ζήτημα, καθώς ενδέχεται να παροτρύνει την αντίσταση και αντίδραση των εκπαιδευτικών και των σωματείων τους. Εντούτοις, είναι πρωταρχικής σημασίας οι αξιολογήσεις να έχουν ουσιώδεις συνέπειες για τους αξιολογούμενους, …αξιολογώντας την επίδοση σε κομβικά σημεία της σταδιοδρομίας τους, πράγμα που τυπικά συνεπάγεται προώθηση σταδιοδρομίας βάσει επίδοσης και/ή μισθού, επιδόματος ή πιθανότητα επιβολής κυρώσεων λόγω χαμηλής απόδοσης στην εργασία. Κάθε αξιολόγηση συμπληρώνεται από αφηγηματικό συμπέρασμα. Δύο ανεπιτυχείς αξιολογήσεις ή τρεις αρνητικές αξιολογήσεις κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας οδηγούν σε απόλυση.
Εξωτερική αξιολόγηση: Να σχεδιάσει και να υλοποιήσει πρόγραμμα τακτικής εξωτερικής αξιολόγησης σχολικής μονάδας (για παράδειγμα, κάθε τέσσερα χρόνια)….. να χρησιμοποιεί την εξωτερική αξιολόγηση προκειμένου: (1) να επικυρώνονται τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης, (2) να αξιολογείται η ικανότητα της σχολικής μονάδας ως προς τη δυνατότητα να της παραχωρηθεί μεγαλύτερη αυτονομία και να αναλαμβάνει περισσότερες αρμοδιότητες διαχείρισης.
Η εφαρμογή της αξιολόγησης σχολικών μονάδων αποδείχθηκε πολύ ευκολότερη στην εφαρμογή της από την αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων αποτελεί σημαντικό σημείο εκκίνησης, αλλά μια τέτοιου είδους αξιολόγηση για να είναι συνεπής πρέπει να επικυρώνεται από εξωτερική αξιολόγηση.
Το σύστημα δεν πρέπει να εξαρτάται από την εθελοντική συμμετοχή στη διαδικασία των μεμονωμένων εκπαιδευτικών (για παράδειγμα μέσω αυτοαξιολόγησης). Σε αντίθετη περίπτωση, το σύστημα είναι εκτεθειμένο σε ατομικές ή οργανωμένες μορφές αντίστασης, οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την προσπάθεια συνολικά.
Εργασιακά δικαιώματα:
Η αντιπαραγωγική μονιμότητα
Το μοντέλο της απασχόλησης του εκπαιδευτικού στην Ελλάδα είναι δημόσιο λειτούργημα σταδιοδρομίας….. Και ενώ ορισμένοι μπορεί να θεωρούν την εργασιακή ασφάλεια κίνητρο για να γίνουν εκπαιδευτικοί, ενδεχομένως να μην υπάρχουν επαρκή κίνητρα ή συστήματα υποστήριξης για να αναθεωρούν διαρκώς τις δεξιότητές τους… Η μονιμότητα της εργασίας μπορεί να δυσχεράνει επίσης την προσαρμογή του αριθμού των εκπαιδευτικών, όταν μειώνονται οι εγγραφές ή αλλάζουν τα προγράμματα μαθημάτων και μπορεί να σημαίνει ότι το βάρος της προσαρμογής βαραίνει αυτούς που δεν είναι μόνιμοι, συνήθως όσους βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας του …. Η υποστήριξη των μοντέλων αυτών στηρίζει την άποψη ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα των μαθητών, ενώ οι εκπαιδευτικοί εξασφαλίζουν ασφάλεια απασχόλησης εξακολουθώντας να κάνουν καλή δουλειά, και όχι επειδή η απασχόλησή τους ουσιαστικά διασφαλίζεται από το νομοθετικές ρυθμίσεις…… Ορισμένες χώρες διαθέτουν δίκαιους, αλλά γρήγορους μηχανισμούς αντιμετώπισης της αναποτελεσματικής διδασκαλίας. Οι εκπαιδευτικοί σε αυτές τις χώρες έχουν τη δυνατότητα και τη στήριξη να βελτιωθούν, αλλά εάν δεν το κάνουν ενδέχεται να τοποθετηθούν είτε σε άλλες θέσεις είτε εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος (ΟΟΣΑ, 2005) Η επαγγελματική εξέλιξη πρέπει να συνδέεται με την ανάπτυξη και την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων…
Αύξηση ωραρίου
Η Ελλάδα θα χρειαστεί να αυξήσει τις διδακτικές υποχρεώσεις κατά περίπου τέσσερις με πέντε ώρες την εβδομάδα, προκειμένου να φτάσει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.. Αύξηση του φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών στους μέσους όρους της ΕΕ και του ΟΟΣΑ έως το 2015, εστιασμένη στην αύξηση του φόρτου εργασίας των πιο έμπειρων εκπαιδευτικών. Αύξηση του φόρτου εργασίας σταδιακά στο πλαίσιο της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του «Νέου Σχολείου» και της συνένωσης του σχολικού δικτύου.
Η απευθείας πληρωμή από το Υπουργείο κρίνεται αντιπαραγωγική
Η συνέπεια της «κεντρικής» αυτής πληρωμής στους υπαλλήλους είναι ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο, όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικής αξιοποίησης ανθρωπίνων πόρων.
Αριθμός εκπαιδευτικών
Κατά την περίοδο 2011-2013, το Υπουργείο Παιδείας εκτιμά ότι οι συνταξιοδοτήσεις θα συνεχίσουν στον σημερινό ρυθμό, με αποτέλεσμα σε τέσσερα χρόνια, από το 2010 έως το 2013, 45.000 εκπαιδευτικοί να βγουν εκτός συστήματος. Λόγω του κανόνα 5 προς 1, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρουν ότι η πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών δεν θα υπερβεί τους 9.000 κατά την ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα συνολική μείωση 35.000 εκπαιδευτικών ή 20% όλων των μόνιμων εκπαιδευτικών.
«Οργανική Θέση»
Η επαγγελματική σχέση των εκπαιδευτικών πρέπει να καθορίζεται βάσει σχολικής ομάδας και όχι βάσει ανεξάρτητης σχολικής μονάδας, επιτρέποντας έτσι μια πιο ευέλικτη και αποτελεσματικότερη τοποθέτηση του διδακτικού προσωπικού.
Διευθυντικό δικαίωμα στις προσλήψεις- Επιλογή εκπαιδευτικών και τοποθέτηση σε σχολεία.
Ένας από τους τομείς, στους οποίους οι σχολικοί διευθυντές έχουν την πιο περιορισμένη αρμοδιότητα συγκριτικά με άλλες χώρες είναι η διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ Teachers Matter [Οι Εκπαιδευτικοί Μετράνε] (ΟΟΣΑ, 2005) τονίζει ότι για τη βελτίωση της διαδικασίας της μάθησης, πρέπει να δοθεί ουσιαστικότερος ρόλος στα σχολεία αναφορικά με την επιλογή των εκπαιδευτικών. …. Τέτοιου είδους μέτρα περιλαμβάνουν: ανάπτυξη δεξιοτήτων των διευθυντών σχολείων όσον αφορά τη διαχείριση προσωπικού …..«Η επιτυχής αποκέντρωση της διαχείρισης προσωπικού (και γενικότερα η λήψη αποφάσεων στα σχολεία) για μία αγορά εργασίας εκπαιδευτικών που λειτουργεί αποτελεσματικά, ιδιαίτερα όπου τα σχολεία συνδέονται άμεσα με την πρόσληψη και τον διορισμό εκπαιδευτικών.)
Επιπρόσθετα, η διοίκηση του σχολείου πρέπει να μπορεί να επηρεάζει αποφάσεις πρόσληψης εκπαιδευτικών, προκειμένου να βελτιώνουν την αντιστοίχηση μεταξύ των υποψηφίων και των αναγκών του σχολείου τους (δίνεται έμφαση)…… Εντούτοις, οι μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν τόσο ώστε να δίνουν στους διευθυντές σχολείων την εξουσία και την αρμοδιότητα «να επηρεάζουν αποφάσεις πρόσληψης εκπαιδευτικών, προκειμένου να βελτιώνουν την αντιστοίχηση μεταξύ των υποψηφίων και των αναγκών του σχολείου τους» (ΟΟΣΑ, 2008α, σ. 10).
Τα στελέχη της διοίκησης του σχολείου πρέπει να ενισχυθούν με τη νομιμότητα και την εξουσία να ηγούνται των σχολείων τους. ( σελ.42.)
Ο ρόλος των διευθυντών των σχολείων εξακολουθεί να είναι περιορισμένος, όσον αφορά την επιλογή εκπαιδευτικών και την κατανομή διδακτικού χρόνου.
Επιτυχημένες επιχειρήσεις αναφέρουν συχνά ότι οι αποφάσεις για την επιλογή προσωπικού συγκαταλέγονται στις σημαντικότερες που λαμβάνουν….. Το μεγάλο μέγεθος του εκπαιδευτικού συστήματος σημαίνει ότι η διαδικασία επιλογής εκπαιδευτικών είναι συχνά εξαιρετικά απρόσωπη και είναι δύσκολο για τους εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν μία αίσθηση αφοσίωσης έναντι των σχολείων στα οποία διορίζονται – ή για τα σχολεία να αναπτύξουν μία αίσθηση δέσμευσης έναντι των εκπαιδευτικών. Διευρυμένες διαδικασίες επιλογής, που τυπικά περιλαμβάνουν συνεντεύξεις, προετοιμασία σχεδίων μαθημάτων και επίδειξη προσόντων διδασκαλίας
Ευελιξία
…και να ενθαρρύνει τους πλεονάζοντες εκπαιδευτικούς να αποκτήσουν νέα προσόντα, για να διδάξουν σε σχολεία άλλου τύπου ή να αναλάβουν τομείς μαθημάτων με υψηλή ζήτηση.
Προσαρμογή των ρόλων και των αρμοδιοτήτων των εκπαιδευτικών και των στελεχών της διοίκησης σχολείων, καθώς και του φόρτου εργασίας, έτσι ώστε να υφίστανται πιο ευέλικτοι, μοιραζόμενοι ρόλοι και διεπιστημονικές αναθέσεις.
Σχολικές ενότητες
Οι σχολικές ενότητες συγκεντρώνουν ένα σύνολο σχολείων (εντός μίας γεωγραφικής περιμέτρου που επιτρέπει τακτικές συναντήσεις καθηγητών με διευθυντές για όλα τα σχολεία) υπό την επιτήρηση ενός σχολείου, το οποίο γίνεται το κέντρο της σχολικής ενότητας, όπου βρίσκεται ο διευθυντής του σχολείου και οι διοικητικοί φορείς.
Μάθημα από την Πορτογαλία αναφορικά με τις σχολικές ενότητες
Η εισαγωγή της σχολικής ενότητας ήταν πρωταρχικής σημασίας για την οικοδόμηση της δυνατότητας διαχείρισης στα σχολεία, ιδιαίτερα λόγω της διασποράς του σχολικού δικτύου και του αριθμού των μικρών σχολικών μονάδων. Οι μονάδες σχολικής διαχείρισης μειώθηκαν από 12.000 σε 1.300. … Το μέγεθος της σχολικής ενότητας μπορεί να ποικίλει, αναλόγως της γεωγραφικής θέσης, αλλά θα διατηρούνται εντός ορίων που επιτρέπουν αποτελεσματική και αποδοτική σχολική διοίκηση (το μέγιστο μέγεθος / δυναμικότητα θα μπορούσε να ορισθεί σε περίπου 2.500 μαθητές).
Χρηματοδότηση
Αποκέντρωση της αρμοδιότητας διαχείρισης ολοκληρωμένου προϋπολογισμού προγράμματος ανθρωπίνων πόρων του τρέχοντος προϋπολογισμού και επενδύσεων σε ολόκληρο το σύστημα βάσει επίδοσης στο πλαίσιο της λογοδοσίας και παρακολούθησης, κατόπιν ελέγχου βάσει αποτελεσμάτων, από σχολική μονάδα σε περιφέρεια.
Μετατόπιση από το τρέχον σύστημα κατανομής πόρων σε εφάπαξ επιχορηγήσεις που κατανέμονται στις περιφέρειες βάσει της αρχής «τα χρήματα ακολουθούν το μαθητή», συμπεριλαμβανομένης της κατανομής του αριθμού θέσεων που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό, ευελιξία στις περιφέρειες να κατανέμουν τους πόρους βάσει αποτελεσμάτων και λογοδοσία βάσει επίδοσης».
Η αναγκαιότητα της ανατροπής των εφαρμοζόμενων αντιλαϊκών πολιτικών στο χώρο της Δημόσιας Εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις της περιόδου 2009 – 2014 θεωρούμε ότι είναι περιττό να δικαιολογηθεί με περισσότερα επιχειρήματα πέρα από το προφανές συμπέρασμα που εξάγεται από την ανάγνωση των προτάσεων της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση (2011), αλλά και τη σχετική παραγωγή και υλοποίηση των αντίστοιχων νόμων (στη βάση αυτών των προτάσεων), που δεν είναι άλλο από την πλήρη ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ και ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ της Δημόσιας Εκπαίδευσης στη χώρα με την κατάργηση του δικαιώματος των πολιτών για παροχή δημόσιας δωρεάν παιδείας σε όλους από την πολιτεία, σύμφωνα με τη συνταγματική υποχρέωση που η ίδια η πολιτεία απεμπολή, με στόχο την περαιτέρω συρρίκνωση του Δημόσιου Σχολείου και των δημοκρατικών – κοινωνικών – εργασιακών δικαιωμάτων των πολιτών.
Απομένει στο εκπαιδευτικό – λαϊκό κίνημα στους εκπαιδευτικούς, στους φοιτητές, στους μαθητές, στους εργαζόμενους να αποδείξουμε ότι οι συλλογικές μας αντιστάσεις και αντιδράσεις είναι ικανές να ανατρέψουν τέτοιου είδους σχεδιασμούς και πολιτικές, υπερασπιζόμενοι το Δημόσιο – Δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τα εργασιακά και μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας και του λαού.