top of page

SUSAN L. ROBERTSON

 

"ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ"

O νεοφιλελευθερισμός και ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης και της εργασίας των εκπαιδευτικών.

 

Mετάφραση: Πέτρος Μενδώνης

Πρόλογος του μεταφραστή

 

Η καθημερινότητά μας στα σχολεία και ιδιαίτερα οι αγώνες που δίνουμε ενάντια στην αξιολόγηση μάς συνδέουν με τόπους και χρόνους που ούτε καν φανταστήκαμε. Στο κείμενο που ακολουθεί, η S. Robertson  δείχνει ότι αποτελούμε τμήμα ενός μάλλον παγκόσμιου πολέμου για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και την εργασία.  Η αναστάτωση που σάρωσε δυο χρόνια τώρα τα σχολεία μας δεν μπορεί να αναχθεί ούτε στις προσωπικές ιδιαιτερότητες των πρωταγωνιστών (συναδέλφων ή στελεχών ή υπουργών) ούτε σε κάποια υποτιθέμενη καθυστέρηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως θέλουν να μας πείσουν οι περισσότεροι από τους υπερασπιστές της αξιολόγησης. Όσο κι αν το προσωπικό στίγμα του καθενός χρωματίζει τον τρόπο με τον οποίο η αντιπαράθεση εμφανίζεται συγκεκριμένα στο ένα ή στο άλλο σχολείο, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει αυτές τις ιδιαιτερότητες και αποτελεί τον κοινό πυρήνα όσων βιώνουμε στα σχολεία μας. Η συγγραφέας μας βοηθά να καταλάβουμε ότι αυτό το κοινό δεν περιορίζεται στο σχολείο μας, στην εκπαίδευση ή στην Ελλάδα.

 

Το κείμενο ανακτήθηκε τελευταία φορά το Νοέμβριο του 2014 από την διεύθυνση https://susanleerobertson.files.wordpress.com/2009/10/2007-weis-teachers.pdf . Παρά το γεγονός ότι είναι σχετικά παλιό (πρώτη δημοσίευση το 2008) είναι ακόμη επίκαιρο, αφού ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ακόμη τη βασική στρατηγική των κυρίαρχων δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο και στην εκπαίδευση. Από την άποψη αυτή, η δημοσίευση του αποτελεί συμβολή στον αγώνα των εκπαιδευτικών, όπως άλλωστε μαρτυρούν και τα περιεχόμενα του βιβλίου ( http://www.gbv.de/dms/zbw/543965163.pdf )  στο οποίο πρωτοεμφανίστηκε (L. Weis and M. Compton (eds) The Global Assault on Teachers, Teaching and their Unions New York: Palgrave) και παρά το γεγονός ότι η κριτική του στη «μετά την Ουάσιγκτον συναίνεση» δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρή.

 

* * *

 

Στην εισαγωγή του βιβλίου του για την ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, ο Ντέιβιντ  Χάρβεϋ επισημαίνει: «Οι μελλοντικοί ιστορικοί πιθανώς θα ανατρέχουν  στα έτη  1978 - 1980 ως ένα επαναστατικό σημείο  καμπής στην κοινωνική και οικονομική ιστορία του κόσμου». Τέσσερα γεγονότα αποτέλεσαν τότε τα επίκεντρα στο ξετύλιγμα του μετασχηματισμού της μεταπολεμικής τάξης: το 1978 ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ πήρε τα πρώτα μέτρα φιλελευθεροποίησης της κινέζικης οικονομίας. Το 1979 ο Πωλ Βόλκερ ανέλαβε τη διοίκηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και άλλαξε τη νομισματική της πολιτική, ενώ την ίδια χρονιά η Μάργκαρετ Θάτσερ εκλεγόταν με εντολή να πατάξει τη δύναμη των συνδικάτων και να τερματίσει το στασιμοπληθωρισμό.  Τέλος, το 1980 ο Ρόναλντ Ρήγκαν εκλέχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ και οπλισμένος με τις πολιτικές του Βόλκερ επιχείρησε να εφαρμόσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων με σκοπό να χαλιναγωγήσει τη δύναμη των συνδικάτων, να απορυθμίσει τη βιομηχανία και να φιλελευθεροποιήσει το εμπόριο σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. «Από τα επίκεντρα αυτά,  φαίνεται ότι εξαπλώθηκαν και αντήχησαν επαναστατικά κύματα  αναδημιουργίας του κόσμου, δημιουργώντας μια  ριζικά διαφορετική εικόνα.» (Harvey 2005, 1).

 

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ελάχιστοι διαφωνούν με τη διαπίστωση ότι η παγκοσμιοποίηση της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας είναι πλέον ηγεμονική. Οι υποστηρικτές της έχουν ξαναδημιουργήσει τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικής σφαίρας. Εγκαταλείποντας το συλλογικό και την κοινωνική πρόνοια, εμμένοντας στο ατομικό και την ελευθερία. Αυτή η τεκτονική μετατόπιση, σαν μετακίνηση ηπείρων (Bourdieu 1998:1), έχει μετασχηματίσει τον τρόπο με τον οποίο συζητάμε για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους εκπαιδευόμενους, τα σωματεία, τις ομάδες γονέων και τις επαγγελματικές ενώσεις. Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός έχει αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής της γνώσης και το πλαίσιο εντός του οποίου θέτουμε το αίτημα ενός δίκαιου εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς επίσης και τους χώρους και τις θέσεις από τις οποίες μπορεί να διατυπώνονται ισχυρισμοί για την εκπαίδευση. Ενώ η εκπαίδευση συνδέεται περισσότερο με τις εθνικές και περιφερειακές οικονομίες, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια της οικουμένης ανατίθεται η αποστολή διαμόρφωσης της νέας γενιάς επιχειρηματιών και καινοτόμων υποκειμένων προσαρμοσμένων στην παραγωγή αξίας• εκείνων δηλαδή των εγκεφάλων που θα ηγηθούν στη μάχη για τις παγκόσμιες αγορές, τους καταναλωτές και ένα μεγαλύτερο μερίδιο της λείας. Η εκπαίδευση, κάποτε απερίσπαστη και σε γενικές γραμμές παρθένα περιοχή, έχει επίσης ήδη εισαχθεί στον κόσμο των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, των αγορών, του εμπορίου και των μηχανισμών κατάταξης (Molnar 2006, Hentschke 2006, Ford 2006, Hatcher 2006)· αποτελεί πια ένα ακόμη τμήμα στον τομέα των υπηρεσιών, που υπόσχεται τον πλουτισμό  σε μια ουτοπία ατέλειωτης παραγωγής πλούτου (Bourdieu, 1998).

 

Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το μετασχηματισμό του μεταπολεμικού εκπαιδευτικού διακανονισμού; Μια από τις βασικές θέσεις αυτού του κειμένου είναι ότι η κινητοποίηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών για την αναδιοργάνωση των κοινωνιών και των κοινωνικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των βασικών θεσμών κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι ένα ταξικό καπιταλιστικό σχέδιο με τρεις κύριους σκοπούς: (1) την αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των κυρίαρχων ελίτ μέσα από νέες δομές διακυβέρνησης, (2) το μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων , έτσι ώστε η παραγωγή εργαζομένων για την οικονομία να αποτελεί  πρωταρχική τους αποστολή και (3) την κατάργηση του μονοπωλίου του δημοσίου στην εκπαίδευση, επιτρέποντας τις στρατηγικές επενδύσεις σε κερδοσκοπικές εταιρείες (εκπαιδευτικών υπηρεσιών). Για να επιτευχθεί ο τριπλός αυτός στόχος πρέπει να πληγούν τα θεσμοποιημένα συμφέροντα των εκπαιδευτικών, οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις και τμήματα της κοινωνίας των πολιτών που  υποστηρίζουν την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό, ως μέρος του δημόσιου τομέα και ως ένα ουσιαστικό τμήμα του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών.

 

Υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ξετύλιγμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και προγραμμάτων στην υφήλιο (Tickell and Peck, 2005) υπήρξε πραγματικά  άνισο (Harvey, 2006). Η δημιουργία αυτού του νέου φουκωικού καθεστώτος αλήθειας  έχει δοκιμάσει τεκτονικές αναταράξεις, εξαιτίας  των δικών του εσωτερικών αντιφάσεων (Fine 2001), επειδή οι ιστορίες και οι θεσμοί των διάφορων τόπων δεν μπορούν απλά να εξαερωθούν (Fourcade-Gourinchas and Babb 2002, Madrid 2003, Harvey 2006, Ong 2006) και επειδή ο νεοφιλελευθερισμός έχει με μύριους τρόπους φανερά και σθεναρά αμφισβητηθεί (Waterman 2001).  Η ύπαρξη αντιφάσεων, πολιτισμών και αμφισβήτησης δεν μας επιτρέπει βέβαια να γυρίσουμε πίσω το ρολόι, έτσι ώστε τα γεγονότα που έφτιαξαν την ιστορία να μη μετρούν. Ούτε θα υποστηρίξω ότι το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα έχει προκαλέσει αποκλειστικά αρνητικά  αποτελέσματα. Όπως πάντα, η ζωή είναι πιο πολύπλοκη. Υποστηρίζω ωστόσο, ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετασχηματίσει, τόσο με αναμενόμενους όσο και με απρόβλεπτους τρόπους, το πώς σκεπτόμαστε και το τι πράττουμε  ως εκπαιδευτικοί και ως εκπαιδευόμενοι, και άρα είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε εμείς οι ίδιοι το τι (μας) έχει συμβεί. Δουλεύοντας για το ξεκαθάρισμα αυτό, ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να δούμε τους περιορισμούς της στενότερης σχέσης εκπαίδευσης και καπιταλισμού και την κεντρικότητα της κοινωνικής τάξης, της εργασίας και της εκμετάλλευσης (Cox, 2005)  στον τρόπο με τον οποίο εξηγούμε τις εξελίξεις. Η κατανόηση αυτή θα μας επιτρέψει επίσης να ξεκινήσουμε το έργο της αντιμετώπισης και της υπέρβασης των περιορισμών αυτών. Σε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο γυρνώ στο ξεκίνημα της νεοφιλελεύθερης τομής, για να ξεκαθαρίσω αυτό που δεν ήταν ξεκάθαρο τότε:  τη φύση του σχεδίου που βρισκόταν σε εξέλιξη και ειδικότερα το αντικείμενο της αναμέτρησης.

ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΟΧΗΣ, ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ:

ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

 

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήρθε απροειδοποίητα, από τα σκοτάδια της ιστορίας, αν και είναι πιθανό να το βιώσαμε με αυτό τον τρόπο.  Ούτε, όπως θα δούμε, οι βασικές του ιδέες είναι ιδιαίτερα νέες. Τα χνάρια του νεοφιλελευθερισμού οδηγούν μάλλον  στο φιλελευθερισμό, ένα ουτοπικό σχέδιο που υποστηρίχτηκε από φιλοσόφους όπως ο Λοκ και ο Χομπς, στενά συνδεδεμένους με ιδανικά όπως η προσωπική ελευθερία και ο κτητικός ατομικισμός (Macpherson, 1962:263-4). Ο φιλελευθερισμός εναντιώθηκε επίσης στη συλλογική κυριότητα. Οι βασικές του ιδέες  παρουσιάζονται επιγραμματικά από τον Macpherson (1962): ελευθερία από προσωπικές εξαρτήσεις, το άτομο είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και των ικανοτήτων του, οι ανθρώπινες κοινωνίες αποτελούν σειρά αγοραίων σχέσεων και η πολιτική κοινωνία δομείται για να προστατεύσει την ατομική ιδιοκτησία.  Με άλλα λόγια υπέρτατη αξία αποδίδεται στην ατομική αυτονομία, την υποκειμενικότητα και την ιδιοκτησία.

 

Μπορούμε να κατανοήσουμε το νεοφιλελευθερισμό ως μια εκδοχή του φιλελευθερισμού. Όπως παρατηρεί ο Olssen:

 

«ο νεοφιλελευθερισμός ενισχύει πολλά από τα κεντρικά αξιώματα του φιλελευθερισμού: εκείνα που αφορούν τη σχέση ατόμου – κοινωνίας, την αντίληψη περί ελευθερίας, την ιδέα του ατόμου ως ορθολογικού συσσωρευτή αξιών, τον κάθετο διαχωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, και την άρνηση κάθε δημόσιου αγαθού που θα μπορούσε να τεθεί υπεράνω του αθροίσματος των ιδιωτικών σκοπών, Olssen, 2000: 482).

 

Παρόλα αυτά ο νεοφιλελευθερισμός διαφέρει από το  φιλελευθερισμό σε ένα σημείο: τη δέσμευση του σε μια ιδιαίτερη οικονομική θεωρία, τη νεο-κλασσική, η οποία αναγνωρίζει την αναγκαιότητα ενός βαθμού κρατικής παρέμβασης για να εξασφαλιστεί η λειτουργία του, σύμφωνα με τον Άνταμ Σμίθ,  αόρατου χεριού της  αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό, ο νεοφιλελευθερισμός αναθέτει στο κράτος να διασφαλίσει την ελεύθερη αγορά, το δικαίωμα του ελεύθερου εμπορίου, το δικαίωμα επιλογής και την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας.

 

Ο νεοφιλελευθερισμός, ως μια εκδοχή του φιλελευθερισμού, μπορεί να συγκριθεί με τον «ηθικό» ή ενσωματωμένο φιλελευθερισμό που διαμόρφωσε τη βάση μιας ξεχωριστής ιστορικής εποχής, τη χρυσή εποχή του κράτους πρόνοιας (Hobsbawm 1994: 258). Όπως σημειώνει ο Χομπσμπάουμ, ο μεταπολεμικός καπιταλισμός ήταν χωρίς αμφιβολία «ένα σύστημα ολοφάνερα μεταρρυθμισμένο... ένας γάμος μεταξύ οικονομικού φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας» (1994:270).  Με την άνθιση της εκδοχής του ενσωματωμένου φιλελευθερισμού λίγη σημασία δινόταν στους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού Οι κεϋνσιανές κοινωνικο-οικονομικές πολιτικές εφαρμόζονταν ευρέως, ιδιαίτερα στις χώρες του ΟΟΣΑ , με σκοπό τη θεσμοποίηση της διαχείρισης της ζήτησης, των δαπανών επί ελλειμματικών προϋπολογισμών, της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τη μονοπωλιακή τιμολόγηση, και τις αντι-κυκλικές νομισματικές πολιτικές (Jessop, 2002; Brenner, 2004).  Όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ο ισορροπημένος συμβιβασμός μεταξύ της υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας και μιας διεθνούς φιλελεύθερης οικονομικής τάξης, που είχε οδηγήσει σε τρεις δεκαετίες ανάπτυξης και προόδου, είχε πλέον σοβαρά αποσταθεροποιηθεί (Cox with Schechter 2002). Η χρυσή εποχή είχε τελειώσει.

 

Δύο σημαντικές δυναμικές μπήκαν σε κρίση ταυτόχρονα και η συνδυασμένη τους επίδρασή στάθηκε ικανή να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια αλλαγή εποχής. Από τη μία πλευρά είχαμε την κρίση της μεταπολεμικής στρατηγικής συσσώρευσης (Harvey 1989, 2005, 2006, Hobsbawm 1994) και από την άλλη την κρίση  στο πρότζεκτ του μοντερνισμού με τις συλλήψεις του για την πρόοδο και το διαφωτισμό (Santos, 2004).  

Την ιστορία της μεταπολεμικής  στρατηγικής συσσώρευσης και της ενδεχόμενης εξάντλησης της, την ξεκινάμε συνήθως με την οικονομική κρίση του 1970 και την ύφεση που ακολούθησε. Ωστόσο το μεταπολεμικό μοντέλο είχε ήδη αρχίσει να  παρουσιάζει σημάδια σοβαρών προβλημάτων  από την αρχή της δεκαετίας του ’60, με την πτώση των κερδών και τη μετακίνηση βιομηχανιών σε λιγότερο αναπτυγμένα κράτη, κυρίως στην Ασία. Παραθέτω ένα εκτενές απόσπασμα όσων έγραψε ο David Harvey για την εποχή εκείνη (1989: 141-2):

 

«Η ανάκαμψη στη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία είχε ολοκληρωθεί από τότε, οι εσωτερικές τους αγορές είχαν ήδη κορεστεί και το κίνητρο για τη δημιουργία εξαγωγικών αγορών για το υπερπροϊόν τους είχε αρχίσει να λειτουργεί. Οι εξελίξεις αυτές συνέπεσαν με την επιτυχία του φορντικού εξορθολογισμού που σήμανε την απομάκρυνση όλο και περισσότερων εργατών από τα εργοστάσια.  Η συνεπαγόμενη χαλάρωση της ενεργούς ζήτησης αντισταθμιζόταν στις ΗΠΑ τόσο από τον πόλεμο ενάντια στη φτώχεια όσο και από τον πόλεμο στο Βιετνάμ.   Αλλά από το 1966  η πτώση της επιχειρηματικής παραγωγικότητας και της κερδοφορίας σήμανε της απαρχές ενός οικονομικού προβλήματος στις ΗΠΑ που θα οδήγησε στην επιτάχυνση του πληθωρισμού, ο οποίος άρχισε να υπονομεύει το δολάριο ως σταθερό διεθνές αποθεματικό νόμισμα (stable international reserve currency).     Την ίδια περίπου εποχή οι πολιτικές υποκατάστασης εισαγωγών σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου (ιδίως στην λατινική Αμερική), σε συνδυασμό με το πρώτο μεγάλο κύμα ίδρυσης offshore βιομηχανιών από τις πολυεθνικές (ιδιαίτερα στη Νοτιο-ανατολική Ασία), δημιούργησε μία ανταγωνιστική φορντική εκβιομηχάνιση σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο ήταν είτε αδύναμο είτε ανύπαρκτο. Κατά συνέπεια ο διεθνής ανταγωνισμός εντατικοποιήθηκε καθώς η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία, μαζί με μια ομάδα πρόσφατα εκβιομηχανισμένων χωρών, αμφισβήτησαν την ηγεμονία των ΗΠΑ στο φορντικό πλαίσιο σε σημείο  που η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς ράγισε και το δολάριο υποτιμήθηκε.  … Γενικότερα, από το 1965 ως το 1973, γινόταν όλο και περισσότερο φανερή η αδυναμία του φορντισμού και του κεϋνσιανισμού να διαχειριστούν τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.»

 

Το συνδυασμένο αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς το  1973, η πτώση του μεριδίου των ΗΠΑ στο συνολικό προϊόν κατά 10 μονάδες από το 1950 και η πτώση του μεριδίου των ΗΠΑ στις εξαγωγές κάτω από το άθροισμα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας (Michie and Smith, 1995: 25-26).

 

Η ύφεση του 1973 σόκαρε τον καπιταλιστικό κόσμο, και τον κατέστησε ευάλωτο για περισσότερο από δύο δεκαετίες στην οικονομική αναδόμηση και την κοινωνική και πολιτική αναπροσαρμογή που ακολούθησαν. Μια αλλαγή εποχής βρισκόταν σε εξέλιξη. Ωστόσο ούτε η μορφή ούτε το περιεχόμενο της αναδόμησης ήταν ή είναι εκ των προτέρων δεδομένα. Αντίθετα, αυτά τα κατακλυσμικά γεγονότα δημιούργησαν πεδία νέων συγκρούσεων μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, αυτή τη φορά μεταξύ νεοφιλελεύθερων και (ηθικών φιλελεύθερων) κεϋνσιανών. Ήδη πριν από τη σύγκρουση, «μια μειονότητα ακραίων φιλελεύθερων οικονομικών θεολόγων» (Hobsbawm 1994, 409) είχαν επιτεθεί ενάντια στην κυρίαρχη κεϋνσιανή σκέψη, προωθώντας στη θέση της την χωρίς όρια ελεύθερη αγορά ως μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η επίθεση στόχευε επίσης την εργασία που θεωρούνταν ανυπότακτη και (υπερ)προστατευόμενη από τα κεκτημένα συμφέροντα των σωματείων.

 Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

 

Από 1974, οι νεοφιλελεύθεροι πέρασαν στην επίθεση, αν και άρχισαν να καθορίζουν την κυβερνητική πολιτική  από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Παρά τη φαινομενικά αυθόρμητη ανάδυση τους, οικονομολόγοι όπως ο βιεννέζος Χάγιεκ και ο Μίλτον Φρίντμαν στο Σικάγο αφιέρωσαν πάρα πολλά χρόνια στην κριτική των δημοκρατιών του κράτους πρόνοιας, ήδη από το 1947. Ο Χόμπσμπάουμ παρατηρεί (1994, 409):

 

«Η μάχη μεταξύ κεϋνσιανών και νεοφιλελεύθερων δεν ήταν ούτε μια καθαρά τεχνοκρατική αντιπαράθεση μεταξύ επαγγελματιών οικονομολόγων, ούτε μια αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης νέων και πολύπλοκων οικονομικών προβλημάτων. ... Ήταν ένας πόλεμος ασύμβατων ιδεολογιών. Και οι δύο πλευρές πρόβαλαν οικονομικά επιχειρήματα. Οι κεϋνσιανοί  ισχυρίζονταν ότι οι υψηλοί  μισθοί, η πλήρης απασχόληση και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας δημιούργησαν την καταναλωτική ζήτηση που τροφοδότησε την οικονομική επέκταση και ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της κάμψης  της οικονομικής δραστηριότητας  και της οικονομικής ύφεσης  ήταν να τονώσουν περαιτέρω τη  ζήτηση στην οικονομία. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στη χρυσή εποχή και, γενικότερα, η λειτουργία της πολιτικής εμπόδισαν τον έλεγχο του πληθωρισμού και τη μείωση του κόστους και στο επίπεδο της κυβέρνησης και στο επίπεδο της ιδιωτικής επιχείρησης και κατά συνέπεια δεν επέτρεψαν την αύξηση των κερδών, την πραγματική κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης στην καπιταλιστική οικονομία. Εν πάσει περιπτώσει, οι νεοφιλελεύθεροι πίστευαν ότι η «αόρατος χειρ» του Άνταμ Σμιθ αναπόφευκτα θα παρήγαγε τη μέγιστη αύξηση του «Πλούτου των Εθνών» και την καλύτερη σταθερά διατηρήσιμη κατανομή πλούτου και εισοδήματος, ισχυρισμό που οι κεϋνσιανοί απέρριπταν».

 

Η Χιλή υπήρξε το πρώτο πεδίο δοκιμών αυτού του νέου μοντέλου οικονομικού συντονισμού, μετά το αιματηρό πραξικόπημα του 1973, ενάντια  στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαντόρ Αλιέντε και την ατζέντα εθνικοποιήσεων που αυτή προωθούσε. Ένα καθαρό νεοφιλελεύθερο πείραμα τέθηκε σε εφαρμογή: ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων πόρων (εκτός από το χαλκό), οικονομική φιλελευθεροποίηση και άνοιγμα στις άμεσες ξένες επενδύσεις, απελευθέρωση συνθηκών εμπορίου για τις εταιρείες και απόσυρση του κράτους από πολλά προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Το «πείραμα» αυτό οδήγησε στην κρίση του 1982 και αντικαταστάθηκε από μια πιο πραγματιστική προσέγγιση της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και της εφαρμογής της.

 

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά όλες οι μορφές κεϋνσιανής πολιτικής τέθηκαν υπό εκκαθάριση  από  διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, πιστωτικά ιδρύματα και εθνικές κυβερνήσεις, σύμφωνα με αυτό που οι Tickell και Peck.(2005:174) ονομάζουν «νεοφιλελευθερισμό της απομείωσης» . «Σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια ο νεοφιλελευθερισμός της απομείωσης  υπήρξε φαινομενικά επιτυχημένος. Οι αγορές και οι θεσμοί μετασχηματίζονταν, καθώς η πολιτική νομιμοποίηση της κρατικής ανάμειξης επανασχεδιάζονταν» (όπου παραπάνω).

 

Σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, στα πλαίσια των προγραμμάτων δομικής αναπροσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας επιβλήθηκαν στις αναπτυσσόμενες  χώρες της Λατινικής Αμερικής και της υποσαχάριας Αφρικής, οι οποίες παρέπαιαν εξαιτίας της χειρότερης οικονομικής ύφεσης από τη δεκαετία του ’30. Με παρόμοιο τρόπο στον ανεπτυγμένο κόσμο, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αγκάλιασαν δεξιά και αριστερά κόμματα όπως στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία, όταν ήρθαν αντιμέτωπα με τα αυξανόμενα κρατικά χρέη στο εξωτερικό και τον καλπάζοντα πληθωρισμό που έπονταν της εφαρμογής κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών.

 

Τα σχέδια αναδόμησης που επιβάλλονταν  χαρακτηρίζονταν από τρεις συγκεκριμένες κεντρικές αρχές: απορύθμιση, ανταγωνιστικότητα και ιδιωτικοποίηση (Cox 1996, 31). «Απορύθμιση» σημαίνει απόσυρση του κράτους από κάθε ουσιαστικό ρόλο στην οικονομία, εκτός από εκείνον του εγγυητή της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίου και κερδών. «Ανταγωνιστικότητα»  είναι η δικαιολόγηση της αποσυναρμολόγησης των διαδικαστικών κρατικών γραφειοκρατιών, και μιας σειράς λειτουργιών πρόνοιας που οικοδομήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο. Ο όρος «ιδιωτικοποίηση» παραπέμπει στην πώληση κρατικών επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή υπηρεσιών σε ιδιώτες, όπου η λογοδοσία αποδοτικότητας αποδίδεται σε προσανατολισμένους στο κέρδος ενδιαφερομένους. Αυτές οι αρχές, εφαρμοσμένες κάτω από την γενική ιδέα του αναπόφευκτου της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, που εύλογα αποδίδει το σύνθημα «Δεν υπάρχει εναλλακτική», προωθήθηκαν ως βραχυχρόνιες θυσίες έναντι μακροχρόνιων κερδών (Kelsey 1993, 10).  Τα εργατικά σωματεία και οι δραστηριότητες τους περιορίστηκαν δραστικά, οι προοδευτικές κοινωνικές πολιτικές αναδομήθηκαν πάνω στις αξίες της αγοράς,  φορολογικά συστήματα αναθεωρήθηκαν προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων και  του κεφαλαίου, πολλές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ιδιωτικοποιήθηκαν και συστήματα ρύθμισης (ειδικά τα χρηματιστικά) απελευθερώθηκαν (Jessop 2002, Tickell and Peck 2005, Harvey 2006). Διαρρηγνύοντας τον μεταπολεμικό ταξικό συμβιβασμό και διευρύνοντας τις αυξανόμενες ρωγμές του οι νεοφιλελεύθεροι και οι σύμμαχοι τους καθόρισαν εκ νέου το γήπεδο και έθεσαν τους νέους κανόνες του παιχνιδιού (Συναίνεση της Ουάσιγκτον), κατευθύνοντας σταθερά τον (πολιτιστικό, οικονομικό και κοινωνικό) πλούτο στις ανώτερες τάξεις. Ο νεοφιλελευθερισμός νομιμοποίησε επίσης νέους χώρους και τρόπους άντλησης κερδών, καθώς επίσης και τη γενίκευση των τρόπων εκμετάλλευσης της εργασίας, καθώς τίποτα δεν μπορεί να τεθεί εκτός αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της παραγωγής γνώσης και της διάνοιας μας. Ο Harvey (2006:43) το αποκαλεί «πρωταρχική συσσώρευση», θέλοντας να αναδείξει τη συνέχιση και τον πολλαπλασιασμό εκείνων των πρακτικών συσσώρευσης της αυγής του καπιταλισμού που ο Μαρξ είχε αποκαλέσει πρωτόγονες, όπως, για παράδειγμα τη μετατροπή των διάφορων μορφών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων σε  αποκλειστικά ατομικά, τον περιορισμό των δικαιωμάτων επί των κοινών, την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης κλπ. Μια επιστημολογική μετατόπιση και ένα νέο ήθος στην κοινωνική και πολιτική ζωή αναδύθηκε από αυτή την αλλαγή εποχής και έγινε γνωστή ως «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», (Williamson, 1993: 1329-1336), μια ιδέα που συχνά συνδυάζεται με την παγκοσμιοποίηση.

   

Αλλά πώς σχετίζονται; Ο Boaventura de Sousa Santos’ (Robertson and Dale, 2004; Santos, 2004) προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική όταν υποστηρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια ιδιαίτερη μορφή τοπικισμού που κινείται πέρα από τα σύνορα και καθίσταται ηγεμονική. Από την άποψη αυτή, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα πολιτικό σχέδιο με παγκόσμιες προεκτάσεις και τοπικές ρίζες. Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να  φανταστούμε κι άλλες ιδέες, πέρα από το νεοφιλελευθερισμό, με παγκόσμιες προεκτάσεις και τοπικές ρίζες.

 

Πιο συμβατικές προσεγγίσεις βλέπουν στην παγκοσμιοποίηση  από τη μία πλευρά “την επέκταση της κλίμακας, τα αυξανόμενα μεγέθη, την επιτάχυνση και την εμβάθυνση της επίδρασης των διηπειρωτικών ροών και σχημάτων κοινωνικής αλληλεπίδρασης” (Held and McGrew 2002:1) και από την άλλη τη σταδιακή απομάκρυνση της εξουσίας από τα εθνικά κράτη ως χώρους όπου η εξουσία κατ’ αρχήν οργανώνεται και ασκείται (Held and McGrew, 2002:8).

 

Οι ψηφιακές τεχνολογίες και το ίντερνετ σχετίζονται ουσιαστικά με τις αλλαγές αυτές. Καθιστούν δυνατή την αστραπιαία κίνηση στο χώρο των ιδεών, των εικόνων, του χρήματος, των αγαθών και των υπηρεσιών (Appandurai 1996), και όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας δραστηριοποιούνται ολοένα και περισσότερο  στον τομέα παροχής εκπαίδευσης, ενώ οι ίδιες οι τεχνολογίες χρησιμοποιούνται από παρόχους εκπαίδευσης για να διευρύνουν τα πεδία των υπηρεσιών τους και να δημιουργήσουν νέες αγορές.

Οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι επίσης σημαντικές για τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα εξαιτίας της δυνατότητας τους να προσφέρουν άμεσα πληροφορίες για την αγορά. Για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, οι αγοραστές θα πρέπει να μπορούν να αντιδράσουν σε μηνύματα γύρω από τις τιμές, την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα, την ευελιξία κλπ.

 

 

ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΟΥΣ

 

Η πρώιμη επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού θα μπορούσε επίσης να ανιχνευθεί στην απουσία μιας προφανώς εφικτής εναλλακτικής της αριστεράς, η οποία είχε αρχίσει να αποτελεί αντικείμενο τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής κριτικής. Η αριστερά αντιμετώπιζε την  αποτυχία του σοσιαλισμού ως ένα εφικτό εναλλακτικό σχέδιο καθώς και την αποτυχία του εργατικού κινήματος ως μέσου για την πραγματοποίηση της κοινωνικής αλλαγής, έναντι μιας σειράς κοινωνικών ομάδων (Waterman 2001). Πρώην αγνοημένες ομάδες συστρατεύτηκαν γύρω από αυτό που η Nancy Fraser (1995) ονομάζει “αναγνώριση” ή αλλιώς γύρω από πολιτικές ταυτότητας για την επίτευξη στόχων που προηγουμένως τους αρνούνταν. Η δυσαρέσκεια αυτή  τροφοδοτήθηκε από την ευρύτερη κρίση του μοντερνισμού - που κάποτε υπήρξε το ηγεμονικό παράδειγμα στην κοινωνικο-πολιτισμική σφαίρα.

 

Ορισμένες ιδέες του νεοφιλελευθερισμού -όπως εκείνη της ατομικής ελευθερίας- βρήκαν επίσης σαφή και ευρεία αποδοχή, που τον βοήθησε να πάρει τα ηνία. Ο νεοφιλελευθερισμός κατόρθωσε να αντηχήσει ευρύτερα συμφέροντα, λόγους και ατζέντες στο εσωτερικό της κοινωνίας των πολιτών, τα οποία είχαν εν πολλοίς σκιαστεί στον μεταπολεμικό ταξικό συμβιβασμό. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επικοινώνησε με ομάδες και κοινότητες όπως η χριστιανική δεξιά, οι  φιλελεύθερες – προοδευτικές φεμινίστριες  και οι μαύρες  κοινότητες, οι ταυτότητες και τα σχέδια  των οποίων είχαν προηγουμένως αγνοηθεί από το ταξικό σχέδιο, το οποίο κατά βάση ανάγονταν στους λευκούς άνδρες (Apple 2001, 2006). Ο λόγος περί δικαιωμάτων ενεργοποιήθηκε επίσης για την κατάκτηση ελευθεριών από το άνοιγμα πρώην κρατικών σφαιρών σε άλλους παράγοντες/υποκείμενα, προσφέροντας την πραγματική δυνατότητα δημιουργίας νέων θεσμών στη βάση μιας αγοραίας επιχειρηματολογίας (όπως στην περίπτωση των charter school - Ford 2006) .

 

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές κυριάρχησαν επίσης στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων. Βέβαια, αν και το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας δεν υπήρξε επιλογή των κυρίαρχων τάξεων στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ,  η υποστήριξή τους στο μεταπολεμικό καθεστώς διασφαλίστηκε δεδομένης της οικονομικής ανάπτυξης εκείνης της περιόδου και του φαντάσματος του σοσιαλισμού ως μιας πιθανής εναλλακτικής λύσης. Ωστόσο η κρίση συσσώρευσης της δεκαετίας του ’70 επηρέασε τους πάντες, συμπεριλαμβανομένων των αρχουσών τάξεων.  Ο Harvey (2005) υποστηρίζει ότι με την κατάρρευση της ανάπτυξης, οι ανώτερες τάξεις επαναπροσανατολίστηκαν αποφασιστικά για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους. Ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε η τέλεια οικονομική μηχανή και το τέλειο πολιτικό όχημα για το έργο αυτό.

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ:

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ.

 

Ο νεοφιλελευθερισμός έχει ωστόσο τα δικά του εσωτερικά προβλήματα: η κτηνώδης επιθετικότητά  του ενάντια στις ζωές των εργαζομένων – αυτό που ο Santos αποκαλεί “κοινωνικό φασισμό”  (Dale and Robertson 2004)- προκάλεσε σοβαρά προβλήματα κοινωνικής αποδιάρθρωσης και αναταραχής για τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα  και τους συναφείς διεθνείς οίκους και οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και η πολυμερής συμφωνία για τις Επενδύσεις. Τα κοινωνικά κινήματα, έφεραν στο προσκήνιο τον αγώνα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού ως μία αδύνατη παγκόσμια τάξη, όπως συνέβη στο Σιάτλ.

 

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο δογματικός φονταμενταλισμός της αγοράς αποδυναμώθηκε στα κέντρα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας: το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Ακριβώς όπως η Θάτσερ και ο Ρέιγκαν είχαν διαδραματίσει σημαντικούς ρόλους στη διαμόρφωση και μετάδοση της συναίνεσης της Ουάσιγκτον, έτσι και  η εκλογή του Κλίντον και του Μπλερ (1992 και το 1997 αντίστοιχα) σηματοδότησε μια μετατόπιση στον τρόπο οικονομικής ανάπτυξης. Ο νεοφιλελευθερισμός μετασχηματίστηκε. Η ανάδυση του “τρίτου δρόμου” (ανάμεσα στο κράτος και την αγορά) στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμβάδισε με τις κριτικές για την Συναίνεση της Ουάσιγκτον (χωρίς όμως να διεκδικεί μια επιστροφή στην μεταπολεμική κεϋνσιανή οικονομία).  

 

Το ανώτατο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας Γιόζεφ Στίγκλιτς ονόμασε αυτή τη νέα φάση «Μετά την Ουάσιγκτον Συναίνεση» (Stiglitz 1998, Stiglitz 2002). Ο Fine περιγράφει τα χαρακτηριστικά της ως εξής: “Κατ’ αρχήν ασκεί οξεία κριτική στη συναίνεση της Ουάσιγκτον και αναζητά μια εναλλακτική στην οποία η κρατική ανάμειξη είναι βαθύτερη και πλατύτερη. Δεύτερον αρνείται τη διαμάχη κράτους - αγοράς, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για συμπληρωματικές δυνάμεις που μπορούν να συνεργαστούν, αντί να ανταγωνίζονται. Τρίτο, αν και λιγότερο ξεκάθαρο, προωθεί μια εναλλακτική ατζέντα για την αναπτυξιακή οικονομία και την πολιτική αντιπαράθεση επιζητώντας να επιβάλλει τον αρμόζοντα ρόλο του κράτους έναντι του ελαττωμάτων της αγοράς.  Τέταρτο, επαναφέρει την κοινωνική ανάλυση ως μέσο για τον εντοπισμό και τη δυνητική διόρθωση των ατελειών της αγοράς.  

  

Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Fine (2001) η αλλαγή αυτή δεν αποτελούσε μια απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, αλλά μάλλον εμβάθυνση και διαπλάτυνση του (Stiglitz 1998). Με αυτή την έννοια μπορούμε να τη αντιμετωπίσουμε ως μια λογική επέκταση στην ατζέντα της “συνετής διακυβέρνησης”, για να αγκαλιάσει ευρύτερα εν διαφέροντα.

 

Αν και η κρατική παρέμβαση περιορίστηκε στις περιοχές που αποτύγχανε η αγορά, η επέκταση της σ’ αυτές ήταν αξιοσημείωτη. Αν στη δεκαετία του ’80 η αγορά βρισκόταν  στο κέντρο της προσοχής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η προσοχή εστιάστηκε στην συνύπαρξη κράτους και αγορών και στα τέλη της ίδιας δεκαετίας μπορούμε να δούμε μια επι/στροφή στο κοινωνικό, με δεδομένη όμως την προτεραιότητα της αγοράς. Ο Stiglitz άσκησε κριτική στη συναίνεση της Ουάσιγκτον ως ιδιαίτερα περιορισμένη στην εστίασή της:

 

«η συναίνεση της Ουάσιγκτον υποστήριξε  ένα περιορισμένο σετ οικονομικών εργαλείων για να επιτύχει ένα σχετικά στενό στόχο (την οικονομική ανάπτυξη). Η μετά την Ουάσιγκτον συναίνεση αναγνωρίζει ότι ένα ευρύτερο σετ οικονομικών εργαλείων είναι απαραίτητο και ότι οι στόχοι μας πρέπει να είναι ευρύτεροι. Επιδιώκουμε αυξήσεις στα πρότυπα διαβίωσης – συμπεριλαμβανομένων των τομέων της υγείας και της εκπαίδευσης – και όχι απλά αυξήσεις στο καταμετρημένο ΑΕΠ. Επιδιώκουμε την αειφόρο ανάπτυξη, που συμπεριλαμβάνει την προστασία των φυσικών πόρων και τη διατήρηση ενός υγιούς περιβάλλοντος. Επιδιώκουμε τη δίκαιη ανάπτυξη που μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι όλες οι κοινωνικές ομάδες, και όχι μόνο οι ανώτερες, θα απολαμβάνουν τους καρπούς της ανάπτυξης. Επιδιώκουμε τέλος δημοκρατική ανάπτυξη, στην οποία οι πολίτες συμμετέχουν με ποικίλους τρόπους στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις ζωές τους (Stiglitz 1998, 30).

 

Μια βασική πολιτική πρωτοβουλία γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90 επικεντρώθηκε στην έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου»  (Fine 2001). Η έννοια αυτή αξίζει κάποια εξήγηση καθώς αποτέλεσε την κεντρική ιδέα των πολιτικών της “μετά την Ουάσιγκτον συναίνεσης”.   Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα:

 

«κοινωνικό κεφάλαιο ονομάζουμε την εσώτερη κοινωνική και πολιτισμική συνοχή μιας κοινωνίας, τα πρότυπα και τις αξίες που διέπουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και τους θεσμούς στους οποίους αυτές  ενσωματώνονται. Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η ύλη που κρατά τις κοινωνίες μας συγκροτημένες και χωρίς το οποίο καμία οικονομική ανάπτυξη και ευημερία δεν θα ήταν δυνατή. Χωρίς το κοινωνικό κεφάλαιο η κοινωνία εν πολλοίς θα καταρρεύσει και ο σύγχρονος κόσμος παρουσιάζει ορισμένα πολύ λυπηρά σχετικά παραδείγματα» (παρατίθεται στο Fine, 2001, 158).

 

Το κοινωνικό κεφάλαιο και η παραγωγή πίστης (εμπιστοσύνης) αντιμετωπίστηκε προοδευτικά ως ένα από τα εκτός αγοράς κλειδιά, που μπορούν να ευνοήσουν την ανάπτυξη δια της κοινωνικής συνοχής. Σε μία περίοδο κοινωνικού κατακερματισμού, πολιτικών συγκρούσεων και αποσταθεροποίησης που προκαλείται από την μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), τη μεταβλητότητα των αγορών και τη διάχυση των κοινωνικών και οικονομικών αποκλεισμών, οι διαδικασίες κοινωνικής συνοχής δια της ισχυροποίησης του κοινωνικού κεφαλαίου αντιμετωπίστηκαν ως ζωτικό αντίδοτο στην κοινωνική αποσταθεροποίηση.

 

 

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

 

Το έργο του Karl Polanyi (1944) συμβάλλει στην κατανόηση του γιατί ο ιδεολογικός πρόγονος του νεοφιλελευθερισμού, ο φιλελευθερισμός της αγοράς, είναι τόσο ξεκάθαρα ελαττωματικός τρόπος οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης . Στο βιβλίο του ο Μεγάλος Μετασχηματισμός ασκεί κριτική στο έργο φιλελεύθερων της αγοράς όπως ο Hayek. Στοχαζόμενος τον τρόπο με τον οποίο  ο φασισμός  διαδέχτηκε μια περίοδο σχετικής σταθερότητας τον 20ο αιώνα, ο Polanyi  υποστηρίζει ότι η ανάδυση του φιλελευθερισμού της αγοράς – η ιδέα δηλαδή ότι οι αγορές αυτορρυθμίζονται προέκυψε ως ένα μέσο διαχείρισης των προβλημάτων  της εκβιομηχάνισης. Αυτό οδήγησε άμεσα στην Ύφεση, το φασισμό και ό,τι ακολούθησε.

 

Ο φιλελευθερισμός της αγοράς βασίζεται στην πρόσληψη των αγορών ως αυτορρυθμιζόμενων και στο ότι οι αγορές λειτουργούν  χωριστά, πάνω ή έξω από την κοινωνία. Ο Polanyi  ωστόσο υποστηρίζει ότι οι αγορές βρίσκονται πάντα μέσα (συσσωματωμένες) στην κοινωνική και πολιτική ζωή και ότι ο στόχος μιας πλήρους αυτορυθμιζόμενης αγοράς έξω από την πολιτική και κοινωνική ζωή είναι ένα ουτοπικό σχέδιο. Δεν μπορεί να υπάρξει. Όπως επισημαίνει ο Bourdieu:

 

“Η κηδεμονική αυτή θεωρία είναι μια καθαρή μαθηματική φαντασίωση. Έχει από την αρχή θεμελιωθεί σε μια τρομερή αφαίρεση. Γιατί, στο όνομα μιας στενής και περιορισμένης πρόσληψης  της ορθολογικότητας ως αποκλειστικά ατομικής, θέτει σε παρένθεση τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των ορθολογικών προσανατολισμών και τις οικονομικές και κοινωνικές δομές που αποτελούν τη συνθήκη της εφαρμογής τους.” (Bourdieu 1997:1)

 

Για την υλοποίηση όμως του σχεδίου, οι φιλελεύθεροι της αγοράς πρέπει να εμπορευματοποιήσουν τη φύση και τους ανθρώπους. Ωστόσο, οι άνθρωποι και η φύση αντιστέκονται στις πιέσεις αυτές, επειδή αποτελούν μονάχα φαντασιακά και όχι πραγματικά εμπορεύματα. Με άλλα λόγια η γη, η εργασία και το χρήμα δεν μπορούν να πωλούνται ως εμπορεύματα και δεν υπακούουν στα νεύματα της προσφοράς και της ζήτησης.   Όμως, όπως υποστηρίζει ο Polanyi, ο φιλελευθερισμός της αγοράς βασίζεται σε ένα ψέμα (κι ένα λάθος). Καταρχήν είναι λανθασμένο και ανήθικο να αντιμετωπίζεις τη φύση και τους ανθρώπους ως εμπορεύματα των οποίων η τιμή καθορίζεται από την αγορά και δεύτερον, παρά τα επιχειρήματα περί αυτορυθμιζόμενης αγοράς, είναι προφανές ότι το κράτος  πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαχείριση αυτών των τριών σημαντικών αγορών.  

 

Ο ακραίος σκεπτικισμός του  Polanyi  (1944) για την αποκόλληση /αποσυσσωμάτωση  της οικονομίας τον οδήγησε στη θεωρία της διπλής κίνησης - από τη μια η επέκταση των αγορών δια της κίνησης της προσφοράς και της ζήτησης και από την άλλη η αντίπαλη κίνηση του προστατευτισμού που επιχειρεί να διαχειριστεί και να ελαχιστοποιήσει την πρώτη. Με άλλα λόγια η κίνηση προς την αγορά χρειάζεται μια αντίρροπη  κίνηση για να σταθεροποιηθεί (το κράτος και, πιο πρόσφατα,  την κοινωνία των πολιτών μέσα από έννοιες όπως αυτή του κοινωνικού κεφαλαίου).   Η επαναφορά ωστόσο του κράτους φωτίζει τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού και τις παραλλαγές του, κάνοντας τον ένα μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα πολιτικό σχέδιο με δεδομένο ότι γενικεύει την κοινωνική αστάθεια, την κοινωνική πόλωση και την κοινωνική αδικία.

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

 

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές  έχουν επιφέρει ποικιλότροπους και σημαντικούς μετασχηματισμούς  στην εκπαίδευση των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών.  Όπως όμως θα δούμε, οι πολιτικές αυτές έχουν εφαρμοστεί και δοκιμαστεί άνισα, προκαλώντας σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ διαφόρων τόπων, περιφερειών και χωρών. Επίσης τα σωματεία των εργαζομένων –συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των εκπαιδευτικών- έχουν αντισταθεί στις πολιτικές αυτές, αλλού περισσότερο επιτυχημένα και αλλού λιγότερο.

 

Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης, αναπτύχθηκαν μια σειρά από βασικές αρχές, οι οποίες άλλαξαν την αποστολή της εκπαίδευσης (αυτό που οφείλει να κάνει το εκπαιδευτικό σύστημα), τις μορφές (τα μέσα δια των οποίων η αποστολή εκτελείται) και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης του εκπαιδευτικού τομέα (τα μέσα συντονισμού του συστήματος).

 

Στο επίπεδο της αποστολής  της εκπαίδευσης, η οικονομία έχει αποκτήσει την προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων.  Τα εκπαιδευτικά συστήματα χρεώθηκαν με την προετοιμασία αποτελεσματικών εργαζομένων, δημιουργικών και ικανών να επιλύουν προβλήματα  στα πλαίσια της παγκόσμιας ανταγωνιστικής οικονομίας, την ώρα που οι εκπαιδευτικοί όφειλαν να  αποδείξουν ότι είχαν εκπληρώσει τα νέα τους καθήκοντα, μέσα από εθνικά (π.χ. SATs στο Ηνωμένο Βασίλειο) και διεθνή τεστ (PISA, TIMMS κλπ.) τα οποία (υποτίθεται ότι) καταγράφουν την “προστιθέμενη αξία” (που παράγει η διδασκαλία).

 

Η χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης, μειώθηκε. Οι περικοπές στη χρηματοδότηση εμφανίστηκαν με  ποικίλους τρόπους (Grootaert 1994). Σε γενικές γραμμές, με την εξαίρεση της Λατινικής Αμερικής, όπου οι εκπαιδευτικές δαπάνες αυξήθηκαν από το 3%  στο 4,5% του ΑΕΠ(ή λίγο κάτω από αυτό), οι περισσότερες από τις υπόλοιπες περιοχές αντιμετώπισαν μια μείωση της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ (ILO, 2004:47). Οι περικοπές επηρέασαν  περισσότερο τα κορίτσια, μιας και όταν τα οικονομικά μιας οικογένειας αντιμετωπίζουν δυσκολίες, στα αγόρια προσφέρονται οι όποιες περιορισμένες ευκαιρίες εκπαίδευσης (United Nations Development Programme 2005, 24-25). Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι περικοπές στο κράτος πρόνοιας, όπως κι εκείνες στην υγεία και τη στέγαση, επηρεάζουν την εκπαίδευση, έτσι ώστε η όποια αποτίμηση της επίδρασης  των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην εκπαίδευση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας γενικότερα έτσι ώστε  να διακρίνουν τα έμμεσα από τα άμεσα αποτελέσματα.

 

Οι  πάροχοι εκπαίδευσης  όχι μόνο πιέστηκαν να χρησιμοποιούν  πιο αποτελεσματικά τη χρηματοδότησή τους, αλλά ενθαρρύνθηκαν να αναζητήσουν πρόσθετα έσοδα από τα νοικοκυριά σε τοπικό (στη βάση αναλύσεων των ποσοστών απόδοσης) ή διεθνές επίπεδο (δίδακτρα, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών διδάκτρων για τους αλλοδαπούς φοιτητές),  από τον επιχειρηματικό τομέα (για παράδειγμα με τοπικές δωρεές, άμεσες χρηματοδοτήσεις της υποδομής των σχολείων, και τις συνέργειες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα -ΣΔΙΤ) και την εμπορία δικών τους υπηρεσιών (π.χ. την τεχνογνωσία κατασκευής προγραμμάτων).

 

Επιχειρήθηκε επίσης η τροποποίηση της βάσης επί της οποίας καθορίζονταν ο μισθός των εκπαιδευτικών, ο οποίος σε πολλές χώρες αποτελούσε αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης.  Ασκήθηκε τεράστια πίεση στα συνδικάτα των εκπαιδευτικών έτσι ώστε να ενδώσουν στη θεμελίωση των μισθών των εκπαιδευτικών στη βάση της απόδοσης, την ώρα που οι κυβερνήσεις προχωρούσαν σε νέες ρυθμίσεις, όπως τα σχολικής ειδικής συμφωνίας (charter schools) στις ΗΠΑ  και τα City Technologies και City Academies στο Ηνωμένο Βασίλειο, που προσφέρουν διαφορετικούς μισθούς στους εκπαιδευτικούς. Σχολιάζοντας την νέα συνθήκη για τους εκπαιδευτικούς σ’ αυτά τα απορυθμισμένα σχολεία, οι Moore, Johnson και Landman (2000) παρατηρούν ότι  οι εκπαιδευτικοί ανησυχούσαν ιδιαίτερα για το δικαίωμά τους στη συλλογική διαμαρτυρία ως μέσου επίλυσης διαφορών, για την εργασιακή τους ασφάλεια και για τα επίπεδα των μισθών τους. Σημειώνουν ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις η ανασφάλεια θύμωσε τους εκπαιδευτικούς, τροφοδότησε την καχυποψία και υπονόμευσε την αφοσίωση τους» (ό.π. σελ. 113). Σε ένα γενικότερο επίπεδο τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η σχετική βελτίωση ή χειροτέρευση της θέσης των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συσχετίζεται με την ισχύ των κυβερνήσεων και των συνδικάτων (Woodhall, 1994).  Oι μισθοί των εκπαιδευτικών σε διεθνές επίπεδο επλήγησαν σοβαρά από τις πολιτικές λιτότητας τη δεκαετία του ’80 (ILO 1996). Ο Bonal ( 2002) δείχνει ότι η δημοσιονομική λιτότητα είχε αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα της διδασκαλίας  και στη σταθερή παρουσία των εκπαιδευτικών οι οποίοι στην Λατινική Αμερική υποχρεώνονταν να αναλάβουν δεύτερη δουλειά για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

 

Τελικά τα νέα συστήματα διακυβέρνησης που τέθηκαν σε εφαρμογή εισήγαγαν μια σειρά νέων στοιχείων.  Το νέο σύστημα διεύθυνσης  του δημόσιου τομέα, βασίζεται σε αυτό που ο Hood (1995) αποκαλεί Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ (ΝΔΜ)  (Hood, 1995).  Σ’ αυτό περιλαμβάνονται μια σειρά στοιχείων: η χρηματοδότηση βασίζεται στα αποτελέσματα, κάποιες υπηρεσίες αποκεντρώνονται, ενώ άλλες συγκεντροποιούνται, τομείς και ιδρύματα τίθενται σε μεταξύ τους ανταγωνισμό, μέσα από διάφορες μορφές επιλογής, έτσι ώστε να προσομοιάζουν με τις αγορές (Gewirtz et al. 1995, Ball 2003). Ο τρίτος τομέας καλείται να προσφέρει πρόσθετη χρηματοδότηση στα σχολεία καθώς και να αναλάβει μέρος της διακυβέρνησης τους,  οι πάροχοι εκπαίδευσης συγκρίνονται μεταξύ τους,  (όπως για παράδειγμα στην Αγγλία μέσα από τους πίνακες κατάταξης και στις ΗΠΑ μέσα από τα αποτελέσματα στα τεστ που επιβάλλει η νομοθεσία του προγράμματος No child left behind) με στόχο την αύξηση των επιδόσεων και (τέλος) οι πάροχοι εκπαίδευσης και οι εκπαιδευτικοί τους αποτελούν αντικείμενο ελέγχου για να διασφαλιστεί ότι τα χρήματα της κυβέρνησης πιάνουν τόπο.

 

Μια λογική ιδιωτικού τομέα έχει εισαχθεί στην εκπαίδευση. Στην αρχή αυτό πήρε τη μορφή ιδιωτικοποίησης της επιθεώρησης και του ελέγχου, τη μορφή των  συμβάσεων έργου με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών για το catering, τα τεστ αξιολόγησης των μαθητών, την παροχή συμβουλών και τη διαχείριση των υπηρεσιών και τη μορφή δημιουργίας νέων ειδών παρόχων εκπαιδευτικών υπηρεσιών όπως τα σχολεία ειδικής συμφωνίας (charter schools στον Καναδά και στις ΗΠΑ), τα Αστικά Τεχνολογικά Κολέγια και οι Αστικές Ακαδημίες (City Technology College και  City  Academies στο Ηνωμένο Βασίλειο) και τα γλωσσικά σχολεία (language schools στην Αυστραλία). Ωστόσο η διείσδυση του κερδοσκοπικού ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση έχει σημαντικά αυξηθεί τον τελευταίο καιρό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλά Σχολεία Ειδικής Συμφωνίας (charter schools) διοικούνται από κερδοσκοπικές εταιρείες, ενώ τα τεστ αξιολόγησης των μαθητών και η προσωπική διδασκαλία (ιδιαίτερα, φροντιστήρια, tutoring) συνθέτουν την  ταχέως αναπτυσσόμενη κερδοσκοπική εκπαιδευτική βιομηχανία που ολοκληρώνεται με τους οργανισμούς αξιολόγησης οι οποίοι προσφέρουν εβδομαδιαία ενημέρωση στους επενδυτές που ενδιαφέρονται να διαχειριστούν «χαρτοφυλάκια εκπαιδευτικών επενδύσεων» τους (βλ. Hentschke 2006). Πολυεθνικές εταιρείες, και ιδιαίτερα εκείνες από το χώρο της τεχνολογίας (όπως η  Microsoft, η Cisco Systems και η Sylvan Learning systems), έχουν βαθύνει τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση σε ολόκληρη την υφήλιο, διερευνώντας την προσφορά εκπαιδευτικού περιεχομένου και εκπαιδευτικών παροχών σε ψηφιακή βάση (online).

 

 

ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

 

Το ερώτημα παραμένει. Κατάφερε ο νεοφιλελευθερισμός ως μοντέλο ανάπτυξης, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του, να προσκομίσει μακροπρόθεσμα οφέλη παρά τις βραχυπρόθεσμες θυσίες που επιφέρει; Κι αν ναι, τα οφέλη διανέμονται ευρέως, με δεδομένο ότι η θεωρία της ελεύθερης αγοράς διατείνεται ότι τα κέρδη κατηφορίζουν προς όλους;  Ή μήπως μια μικρή μερίδα έχει σφετεριστεί τη λεία; Αυτό το τμήμα του άρθρου ξεκινά εξετάζοντας τα στοιχεία της γενικότερης εικόνας, πριν εστιάσει την προσοχή του στον εκπαιδευτικό τομέα.

 

Βάσιμα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ούτε έχει επιφέρει μεγαλύτερη ισότητα ούτε έχει μειώσει τη φτώχεια στην υφήλιο, παρά τους παλαιότερους ισχυρισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας και  νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων όπως ο Martin Wolf (2004). Σειρά αναφορών περί των επιπτώσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (ILO 2004, UN 2005, UNDP 2005) καταδεικνύουν την κάμψη της οικονομικής ανάπτυξης, τη μεγέθυνση της φτώχειας και της ανισότητας και την περιθωριοποίηση του «τέταρτου κόσμου», της υποσαχάριας δηλαδή Αφρικής. Οι χώρες που εμφανίζουν μεγαλύτερη ανάπτυξη και μειωμένα επίπεδα φτώχειας (ως προς τον αριθμό των ανθρώπων που διαβιούν με λιγότερα από 1 δολάριο την ημέρα) είναι η Κίνα και η Ινδία, δηλαδή δύο χώρες που δεν ακολουθούν νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Πράγματι, αν αφαιρέσουμε από τις σχετικές αναλύσεις τις δύο αυτές χώρες, φανερώνεται μια γενική ύφεση στις αναπτυγμένες οικονομίες, την ίδια στιγμή που η ανισότητα (όπως την καταμετρά ο συντελεστής Gini) μεγαλώνει στο εσωτερικό πολλών αναπτυγμένων χωρών (Robertson et al. 2006). Η μείωση των εισοδημάτων συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της συμμετοχής στην εκπαίδευση, ειδικά στην υποσαχάρια Αφρική.

 

Ποιες είναι οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής; Έχουμε ήδη δει ότι συνολικά οι εκπαιδευτικές δαπάνες έχουν περισσότερο μειωθεί παρά αυξηθεί στη διάρκεια των δεκαετιών ’80 και ’90, με την εξαίρεση της λατινικής Αμερικής. Πέρα από το στοιχείο αυτό, το ερώτημα που παραμένει είναι αν όλοι υπέστησαν τις συνέπειες αυτής της μείωσης ή αν κάποιες τάξεις ή ακόμη και τμήματά τους κατάφεραν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους ή ακόμη και να επωφεληθούν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

 

Ο Brint (2006, 185) βάσιμα ισχυρίζεται ότι η τάση αύξησης των εκπαιδευτικών ευκαιριών στις ΗΠΑ τελειώνει την ίδια εποχή που άρχισε να εφαρμόζεται ο νεοφιλελευθρισμός, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του’80. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά οι ΗΠΑ έπαψαν να προωθούν την δια της εκπαίδευσης κοινωνικοοικονομική άνοδο των παιδιών των κατώτερων τάξεων και των εθνοτικών μειονοτήτων (Karen, 2002). Πιο συγκεκριμένα η δημόσια χρηματοδότηση για την υποστήριξη της ισότητας έχει μειωθεί στη βαθμίδα των κολεγίων.

 

«Τα δίδακτρα στα κορυφαία ιδιωτικά πανεπιστήμια ξεπερνούν το μέσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα. Χωρίς υποτροφίες, τα παιδιά των οικογενειών που δεν συγκαταλέγονται στα κορυφαία εισοδηματικά στρώματα, δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις σπουδές σε αυτά τα κολέγια, ανεξάρτητα από τα προσόντα τους. Ακόμη και τα δίδακτρα των δημόσιων πανεπιστημίων έχουν αυξηθεί τρεις φορές περισσότερο από τον πληθωρισμό από τη δεκαετία του ’80, και πολύ πιο γρήγορα από τα εισοδήματα όλων εκτός από τους πάρα πολύ πλούσιους» (Brint 2006, 185).

 

Παρομοίως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πολιτικές που προωθούν την επιλογή (σχολείων από τους γονείς) τείνουν να ευνοούν τις μεσαίες και άρχουσες τάξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιούν το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό τους κεφάλαιο με σκοπό να εξασφαλίσουν μια θέση είτε σε ιδιωτικό σχολείο είτε σε ένα από τα κορυφαία δημόσια σχολεία, τα οποία εντέλει  μπορούν να  επιλέγουν την αφρόκρεμα των μαθητών (που προέρχονται κυρίως από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις), ενισχύοντας έτσι τις ταξικές διακρίσεις και σχέσεις (Robertson and Lauder 2001). Με τον τρόπο αυτό οι φτωχότερες οικογένειες περιορίζονται στα σχολεία της γειτονιάς ή σε υπο-επιλεγμένα σχολεία και  ταυτόχρονα κατηγορούνται για τις χαμηλές τους επιδόσεις (Gewirtz et al. 1995 και Whitty et al., 1998). Το χαμηλό κύρος των σχολείων αυτών, αν και δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά «κακά» σχολεία,  προσφέρει «χαμηλή ανταλλακτική αξία» στο ευρύτερο πεδίο της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας. Το αποδεικτικό ποιότητας, η θέση ενός σχολείου στον πίνακα κατάταξης, δεν περιορίζει ή διευρύνει απλά την πρόσβαση σε ευρύτερα προνόμια, αλλά παράγει το ίδιο το σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.  Η έρευνα έχει αποδείξει ότι  σε όποιες περιπτώσεις το κράτος ανέλαβε πρωτοβουλίες για να βελτιώσει την εκπαίδευση των φτωχών οικογενειών, η μεσαία τάξη κατόρθωσε να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος της (Edwards et al. 1989). Η εικόνα είναι κατά βάση ίδια σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, όπου ριζοσπαστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές εφαρμόστηκαν στον εκπαιδευτικό τομέα κατά τη δεκαετία του ’90. Οι Lauder και Hughes (1999) αναφέρουν ένα σπιράλ μειώσεων στα σχολεία της εργατικής τάξης, αποχωρήσεις εκπαιδευτικών και μαθητές σε επικίνδυνα σημεία χαμηλού ηθικού, χαμηλών χρηματοδοτήσεων και χαμηλών επιδόσεων.

 

Επιπτώσεις στις κατώτερες τάξεις είχαν επίσης οι μετασχηματισμοί των πόλεων, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν τις τάξεις αυτές έξω από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι, εξαιτίας της ανόδου των τιμών στη στέγη και της ανάπτυξης επιχειρηματικών περιοχών  (Van Zanten 2005, 158). Το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης “των παιδιών της κατώτερης τάξης και των μεταναστών σε γειτονιές και σχολεία της αστικής περιφέρειας είναι ένα είδος κοινωνικοποίησης μέσα και έξω από το σχολείο που μπορεί να χαρακτηριστεί «περιφερειακή»,  όπου ο όρος «περιφερειακή» δεν παραπέμπει μονάχα σε γεωγραφικά νοήματα” (όπου παραπάνω , 159).

 

Κοιτώντας μακρύτερα, σε χώρες που δεν εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές με τον ακραίο τρόπο που αυτό έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τη Νέα Ζηλανδία, μπορούμε να δούμε μειώσεις στις ταξικές ανισότητες δια της εκπαίδευσης στη Σουηδία και την Ολλανδία. Αν και οι πολιτικές αναδιανομής βρίσκονται σε θέση άμυνας στις χώρες αυτές, οι αξίες της κοινωνικής ισότητας για την κοινότητα κυριαρχούν ακόμη επί των αξιών της ίσων ευκαιριών για τα άτομα (Brint 2006, 182-183).

 

Μια πρόσφατη μελέτη για τις αγορές και τη διακυβέρνηση σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Πορτογαλία, Αγγλία και Ουγγαρία) από τον Ball και τους συνεργάτες του (πρβλ. Maroy,  υπό δημοσίευση) διακρίνει πραγματικές διαφορές στην εμπλοκή με και την αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική που καταλήγουν σε διαφορετικές τροπές ή είδη του νεοφιλελευθερισμού. Πώς παράγονται αυτές οι διαφορετικές τροπές; Στην περίπτωση της Γαλλίας, για παράδειγμα, όπως δείχνει η θεσμική ανάλυση των Fourcade-Gourinchas και Babb (2002:567) οι νεοφιλελεύθερες ιδέες δεν διαθέτουν ισχυρή οργανωτική βάση (σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ)- στο επίπεδο των δεξαμενών σκέψης, του τύπου και του εμπορικού τομέα.  Ως αποτέλεσμα, η άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη Γαλλία είχε πιο πραγματιστικό χαρακτήρα σε αντίθεση με τη Βρετανία και τη Χιλή όπου αποτέλεσε μία ξεκάθαρη πολιτική διαδικασία. Παρ΄ όλα αυτά το ευρύ περίγραμμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι ορατό και στη Γαλλία –στο ρόλο των αγορών στην οικονομική ρύθμιση, στην προώθηση του ελεύθερου εμπορίου αγαθών και κεφαλαίου καθώς και στην αποδιδόμενη προτεραιότητα στην αντιπληθωριστική πολιτική.

 

Τα στοιχεία δείχνουν με επάρκεια πως τα σωματεία των εκπαιδευτικών έπαιξαν σοβαρό ρόλο στη διαμεσολάβηση του νεοφιλελευθερισμού – συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα κι εγώ στη δική μου συγκριτική ανάλυση  για την ιστορία της εργασίας των εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο  (Robertson 2000). Στην πραγματικότητα , τα εκπαιδευτικά σωματεία λειτουργούν ως μια μορφή κοινωνικού κεφαλαίου, προσφέροντας ένα δίκτυο πόρων για να προστατεύσουν τα μέλη τους  από την απροκάλυπτη εκμετάλλευση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι για να πειθαρχήσουν και να εκμεταλλευτούν τους εκπαιδευτικούς ως εργαζόμενους, οι νεοφιλελεύθερες  πολιτικές επιτίθενται ενάντια στα σωματεία τους (Robertson 2003). Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε βέβαια ευθύγραμμη, αν και όπως παρατηρεί ο Waterman (2001) και ο Munck (2004) πολλά εργατικά σωματεία υπήρξαν εντυπωσιακά φτωχά σε επεξεργασίες για το νόημα του συνδικαλισμού στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης από τη μία πλευρά και για τη σημασία των πολιτικών ταυτότητας από την άλλη.

 

Παρά τις αδυναμίες τους, τα εργατικά σωματεία κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση του νεοφιλελευθερισμού σε ορισμένες περιοχές. Ο Jones (2005) δείχνει  ότι οι πολιτικές παραδόσεις που συνδέονται με τις μεταπολεμικές  μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και ειδικότερα η φύση των κοινωνικών και ιδεολογικών μπλοκ στην Ιταλία και τη Γαλλία,  καθιστούσαν δυνατή την κινητοποίηση και την οργάνωση δυνάμεων   ενάντια στη νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική. Ο Madrid καταπιάνεται με ένα παρόμοιο ερώτημα σχετικά με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην Λατινική Αμερική, δείχνοντας ότι η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων αντανακλά εν μέρει διαφοροποιήσεις στην ένταση της αντίστασης των εργαζομένων στην πολιτική αυτή (Madrid 2003). Στην ίδια κατεύθυνση και ο Murillo (1999) δείχνει ότι οι εσωτερικές δυναμικές  των εκπαιδευτικών σωματείων στο Μεξικό και την Αργεντινή, οδήγησαν σε διαφορετικές εκδοχές πολιτικού αγώνα. Ο Torres και οι συνεργάτες του (2000), σε μία μελέτη των στρατηγικών που οικοδόμησαν τα εκπαιδευτικά σωματεία των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Κορέας, του Μεξικού και της Αργεντινής, δείχνουν ότι τα εκπαιδευτικά σωματεία αντέδρασαν με διαφορετικούς τρόπους στις πολιτικές αλλαγές. Οι διαφορές αυτές μπορούν εν μέρει να αποδοθούν στην αντίθεση μεταξύ των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών ως εργαζόμενων μισθωτών από τη μία μεριά και της αυτοεικόνας τους ως επαγγελματίες από την άλλη και επίσης στην αμφιθυμία τους έναντι διαδικασιών αποκέντρωσης και συγκέντρωσης εξουσιών.

 

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

 

Είναι δελεαστική η σκέψη που θέλει το νεοφιλελευθερισμό (ως πολιτικό και ταξικό σχέδιο) να καταρρέει   εξαιτίας των εσωτερικών του αντιφάσεων: από τη μια προσφέρει ελευθερία αλλά από την άλλη σφίγγει τα δεσμά του ελέγχου, από τη μια εμπορευματοποιεί τα πάντα στο πέρασμά του  και από την άλλη χρειάζεται να νομιμοποιείται ως ιδεολογία που έχει να προσφέρει σε όλους.  Οι ενδείξεις αυτών των αντιφάσεων γίνονται ολοένα και πιο ξεκάθαρες. Μπορούμε να πούμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει προκαλέσει εμάς τους εκπαιδευτικούς να αναστοχαστούμε τι κάνουμε και πως, ειδικά στο θέμα της διδασκαλίας (ίσως οι εκπαιδευτικοί ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανησυχίες των γονέων απ’ ό,τι έκαναν παλιότερα, ίσως έχουν περισσότερες πηγές για να εκτιμήσουν τι δουλεύει για το κάθε παιδί) αλλά σε γενικές γραμμές η εργατική και η μεσαία τάξη έχουν καταβάλει ένα τεράστιο τίμημα.  Κι ενώ προς το παρόν μπορούμε να μιλάμε για μικρές και μεγάλες μάχες και νίκες, με όσα κουβαλώ στην πλάτη μου ως ερευνήτρια  λέω ότι η μάχη μόλις άρχισε.

 

Τα κείμενα στον τόμο αυτό προσφέρουν πειστικές αποδείξεις για το ότι η εκπαίδευση  έχει σιωπηλά εμπορευματοποιηθεί και μετεξελίσσεται  σε πραγματικά μεγάλο επιχειρηματικό τομέα, που προστατεύεται από τον παγκόσμιες ρυθμίσεις.  Πιέσεις ασκούνται  σε πρόθυμες κυβερνήσεις (από τον ΟΟΣΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα για παράδειγμα) ώστε να περιορίσουν τις ζημίες τους, να  σταματήσουν τις απόπειρες  μεταρρύθμισης των αρχαϊκών, γραφειοκρατικών και δύσκολων εκπαιδευτικών τους συστημάτων και των ίδιων των εκπαιδευτικών και να προχωρήσουν  στην τελευταία τεχνολογική λύση. Η εξατομικευμένη μάθηση είναι η τελευταία λέξη της μόδας, μια εκπαιδευτική εμπειρία που μπορείς να την παραγγείλεις διαδικτυακά και να συσκευαστεί «μόνο για μένα» (Organization for economic Co-operation and Development 2006).  Διεθνείς οργανισμοί προωθούν τέτοιες λύσεις για μια μυριάδα προβλημάτων με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι  ασκούντες εκπαιδευτική πολιτική, από την παροχή καθολικής πρόσβασης στην εκπαίδευση για τα παιδιά της Αφρικής ως την προώθηση εθνών στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας της γνώσης.  Οι εξελίξεις αυτές προστατεύονται από τα νομιμοποιημένα δικαιώματα του κεφαλαίου –των νέων επενδυτών στην εκπαίδευση- μέσα από τις συμφωνίες  όπου καταλήγουν οι διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο στις Υπηρεσίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (βλ. Robertson et al. , 2002).

 

Ωστόσο, υπάρχουν αναδυόμενες εναλλακτικές λύσεις που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε διαφορετικά το θέμα της εκπαιδευτικής βελτίωσης, καθώς και τους δρόμους που οδηγούν σ’ αυτήν.  Αυτό όμως σημαίνει και αναμέτρηση με όσα ήδη έχουν συμβεί και τις αιτίες τους.  Σημαίνει επιπλέον τόλμη να συζητήσουμε για την επιδείνωση των συνθηκών άσκησης της εργασίας των εκπαιδευτικών και αντιμετώπιση των αλλαγών ως ένταση της εκμετάλλευσης και όχι βελτίωση της απόδοσης.  Σημαίνει τέλος να συζητάμε στα σχολεία και τα σωματεία για το μετασχηματισμό της εργασίας των δασκάλων  ως το αποτέλεσμα ενός ταξικού σχεδίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Appadurai, A. (1996) Modernity at Large, Cultural Dimensions of Globalisation, Minneapolis: U of Minnesota Press.

Apple, M (2001) Comparing neo-liberal projects and inequality in education, Comparative Education, 37 (4), pp. 409-23.

Apple, M. (2006) Understanding and interrupting neoliberalism and neoconservativism, Pedagogies: An International Journal 1 (12) pp. 21-26.

Ball, S. (2003) Class Strategies and the Education Market: The Middle Classes and Social Advantage, London and New York: Routledge

Bonal, X. (2002) ‘Plus ça Change... The World Bank Global Education Policy and the PostWashington Consensus’, International Studies in Sociology of Education 12(1): 3-22.

Bourdieu, P (1998) Utopia of Endless Exploitation: The essence of neoliberalism, Le Monde Diplomatique, December.

Brenner, N. (2004). New State Spaces: urban governance and the rescaling of statehood, Oxford: Oxford University Press.

Brint, S. (2006) Schools and Societies (2nd Ed). Stanford: Stanford University Press.

Burkett, P. (1991) ‘Poverty Crisis in the Third World: The Contradictions of World Bank Policy’, International Journal of Health Services 21(3): 471-479.

Cox, K. (2005) From Marxist geography to critical geography and back again, Department of Geography, Ohio State University, October 28th at http://geog-www.sbs.ohiostate.edu/faculty/kcox/Cox9.pdf

Cox, R. (1996) Approaches to World Order, Cambridge: Cambridge University Press.

Cox, R with Schechter, M. (2002) The Political Economy of a Plural World: Critical Reflections on Power, Morals and Civilisation, London and New York, Routledge.

Dale, R and Robertson, S. (2004) Interview with Robert Cox, Globalisation, Societies and Education, 2 (2), pp. 147-160.

Edwards, T. Fitz, J. and Whitty, G. (1989) The State and Private Education: An Evaluation of the Assisted Places Scheme, Lewes: Falmer.

Ford, B. (2005) The significance of Charter Schools and the privatisation of standards: holding the wolf by the ears, Policy Futures in Educaiton, 3 (1), pp. 16-29.

Fine, B. (2001). Social Capital versus Social Theory: Political Economy and Social Science at the turn of the Millenium, London and New York: Routledge.

Fourcade-Gourinchas, M and Babb, S. (2002) The rebirth of the liberal creed: paths to neoliberalism in four countries, American J of Sociology, 108 (3), pp. 533-79.

Fraser, N. (1995) From redistribution to recognition? Dilemmas of justice in a Post-Socialist Age, New Left Review, 212, July/August.

Gewirtz, S. Ball, S. Bowe, R. (1995) Markets, Choice and Equity, Buckingham: Open University Press.

Grootaert, C. (1994) ‘Education, Poverty, and Structural-Change in Africa - Lessons from Cote-Divoire’, International Journal of Educational Development 14(2): 131-142.

Harvey, D. (1989) The Condition of Postmodernity, Oxford: Blackwells.

Harvey, D (2005) A Brief History of Neoliberalism, Oxford: Oxford U Press.

Harvey, D (2006) Spaces of Global Capitalism: toward a theory of uneven geographical development, New York: Verso.

Henschke, G. (2005) Characteristics of growth in the education industry: Illustrations from US Education Businesses, A paper presented to the symposium on “New Arenas of Educational Governance: The Impact of International Organisations and Markets on Educational Policymaking”, U of Bremen, Sept 23-24.

Held, D. and McGrew, A. (2002) Globalization/Anti-Globalization, Cambridge: Polity.

Hobsbawm, E. (1994). Age of Extremes: the Short Twentieth Century 1914-91, London: Abacus.

Hood, C. (1995) The “New Public Management” in the 1980s: variations on a theme, Accounting, Organisations and Society, 20 (2/3), pp. 93-109.

ILO (1996) Impact of Structural Adjustment on the Employment and Training of Teachers, (Report for discussion at the Joint Meeting on the Impact of Structural Adjustment on Educational Personnel), Geneva: ILO.

ILO (2004) A Fair Globalization: Creating Opportunities For All, The World Commission on the Social Dimensions of Globalization, Geneva: ILO.

Jessop, B. (2002) Globalisation and the national state, in S. Aronowitz and P. Bratsis (eds) Paradigm Lost: State Theory Reconsidered, Minneapolis: U of Minnesota Press.

Jones, K. (2005) Remaking education in Western Europe, European Educational Research Journal, 4 (3), pp. 228-242.

Karen, D (2002) Change in access to higher education in the United States 1980-1992, Sociology of Education 75, pp. 191-210.

Kelsey, J. (1993) Rolling Back the State, Wellington: Brigit Williams Books.

Kohl, B (2006) Challenges to neo-liberal hegemony in Bolivia, Antipode, 38 (3), 304-326.

Lauder, H. and Hughes, D. (1999) Trading in Futures: Why Markets in Education Don’t Work, Basingstoke: Open University Press.

Macpherson, C. B. (1962) The Political Theory of Possessive Individualism: Hobbes to Locke, Oxford: Oxford at the Clarendon Press.

Madrid, R. (2003) Labouring against neo-liberalism, unions and patterns of reform in Latin America, J. Latin American Studies, 35, pp. 53-88.

Marchak, P. (1991) The Integrated Circus: The New Right and the Restructuring of Global Markets, Montreal: McGill-Queens University Press.

Michie, J. and Smith, J. (1995) Managing the Global Economy, Oxford: Oxford University Press.

Maroy, C. (forthcoming) Review of “Convergences and hybridation of educational policies around post-bureaucratic models of regulation” Compare.

Molnar, A. (2006) The commercial transformation of public education, J. of Education Policy, 21 (5), pp. 621-40.

Moore Johnson, S and Landman, J (2000) Sometimes bureaucracy has its charms, the working conditions of teachers in deregulated schools, Teachers College Record, 102 (1), pp. 85- 124. 18

Murillo, M. (1999) Recovering political dynamics: teachers’ unions and the decentralization of education in Argentina and Mexico, Journal of InterAmerican Studies and World Affairs, 41 (1), pp. 31-57.

Olssen, M. (2000) Ethical liberalism, education and the ‘New Right’, J. of Education Policy, 15 (5), p. 481-508.

Ong, A (2006) Neoliberalism as Exception: Mutations in Citizenship and Sovereignty, Durham and London: Duke University Press.

OECD (2006) Personalising Education, Paris: OECD

Polanyi, K. (1944) The Great Transformation: The Political and Economic Origins of Our Time, Boston: Beacon Press

Robertson, S (1996). Teachers’ work, restructuring and post-Fordism: Constructing the new professionalism, in I. Goodson and A. Hargreaves (eds) Teachers’ Professional Lives, London and New York: Falmer Press.

Robertson, S. (2000) A Class Act: Changing Teachers’ Work, the State and Globalisation, New York and London: Falmer Press.

Robertson, S. (2003) The politics of re-territorialisation: space, scale and teachers as a professional class, in H. Athanasiades and A. Patramanis, Teachers and European Integration, Athens: Educational Institute.

Robertson, S. and Lauder, H. (2001) Restructuring the education/social class relation: a class choice, in R. Phillips and J. Furlong (eds). Education Reform and the state: Twenty-Five Years of Politics, Policy and Practice, London: Routledge/Falmer.

Robertson, S. Bonal, X. and Dale, R. (2002) GATS and the Education Services industry, Comparative Education Review, 46 (4), pp 472-96.

Robertson, S. Novelli, M. Dale, R. Tikly, L. Dachi, H. and Ndebela, A (2006) Education and Development in a Global Era: ideas, actors and dynamics in the global governance of education, Report to the Dfid: London.

Robinson, W.I. (1998) ‘Latin America and Global Capitalism’, Race & Class (Institute of Race Relations) 40(2\3): 111-131.

Rodrik, D. (2002) After neoliberalism, what? A paper presented to the Alternatives to Neoliberalism Conference sponsored by the New Rules for Global Finance Coalition, May 23-24.

Santos, B.d.S. (2004) ‘The WSF: Toward a Counter-Hegemonic Globalisation (Part I and II)’ in

Sen, J. (ed) World Social Forum: Challenging Empires, Third World Institute, available online at http://www.choike.org/nuevo_eng/informes/1557.html, last accessed 01/07/06.

Smith, P. and Morton, G (2006) Nine years of New Labour: neo-liberalism and workers rights, British J of Industrial Relations, 44 (3), pp. 401-20.

Stephens, R. (1997). Financing tertiary education, in M. Olssen and K. Morris Matthews (eds) Education Policy in New Zealand; the 1990s and Beyond, Palmerston North: Dunmore Press.

Stiglitz, J.E. (1998) ‘Towards a New Paradigm for Development; Strategies, Policies and Processes’, 19th Oct 1998 Prebisch Lecture for UNCTAD, Geneva: UNCTAD.

Stiglitz, J.E. (2002) Globalisation and its Discontents, New York: Penguin. Sweeney, S. (2004) The case for global justice unionism, New Labor Forum, 13 (3), pp. 57-66.

Tickell, A. and Peck J. (2005) ‘Making Global Rules; Globalisation or Neo-liberalism?’ in J Peck, H Yeung (eds) Remaking the Global Economy: Economic – Geographical Perspectives, London: Sage, 163-181.

Torres, C. Cho, S. Kachur, J. Loyo, A. Mollis, M. Nagao, A and Thompson, J. (2000) Political Capital, Teachers’ Unions and Collaborative Strategies in Educational Reform in the United States, Canada, Korea, Mexico and Argentina, Report of a Study funded by Pacific Basin Research Centre-Soka.

UN (2005) The Inequality Predicament: Report on the World Social Situation 2005, UN Department of Economic and Social Affairs, available at http://www.un.org/esa/socdev/rwss/rwss.htm , last accessed 01/07/06.

UNDP (2005) Human Development Report 2005: International Cooperation at a Crossroads: Aid Trade and Security in an Unequal World, New York: UNDP, available at http://hdr.undp.org/reports/global/2005 , last accessed 01/07/06.

Van Zanten, A (2005) New modes of reproducing social inequality in education: the changing role of parents, teachers, schools and educational policies, European Educational Research Journal, 4 (3), pp. 155-169.

Waterman, P. (2001) Trade union internationalism in the Age of Seattle, Antipode, 33 (3), pp. 312-326.

Whitty, G. Power, S. and Halpin, D. (1998) Devolution and Choice in Education, Basingstoke: Open University Press.

Williamson, J (1993) Democracy and the Washington Consensus, World Development, 21, pp. 1329-36.

Wolf, M. (2004) Why Globalization Works, New Haven: Yale University Press.

Woodall, M. (1994) ‘The Effects of Austerity and Adjustment on the Allocation and Use of Resources for Education and Training’ in Samoff J. (ed), Coping with crisis: Austerity, Adjustment and Human Resources, London: Cassell.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ

bottom of page