ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΗΣ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΚΡΗΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ
ΤΟ ΤΥΡΙ ΚΑΙ Η ΦΑΚΑ
κάποιες πρώτες παρατηρήσεις για την πρόσκληση του Υπουργείου σε διάλογο με θέμα τις υποστηρικτικές δομές εκπαίδευσης
Το μεσημέρι της 23ης Οκτώβρη, το Γραφείο του Υπουργού Παιδείας απέστειλε στις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες πρόσκληση σε μια ημερίδα που οργανώνει την Τετάρτη 25 Οκτώβρη, με θέμα «Νέο Δίκτυο Δομών Υποστήριξης του Εκπαιδευτικού Έργου». Το ηλεκτρονικό μήνυμα του Υπουργείου συνοδεύεται από τρία έγγραφα. Την πρόσκληση, το πρόγραμμα της ημερίδας και ένα κείμενο με θέσεις για το συγκεκριμένο θέμα.
Το πρώτο έγγραφο του Υπουργείου, αναφέρει ρητά ότι «η ημερίδα, παρουσία του Υπουργού, σηματοδοτεί την έναρξη του διαλόγου για τις Υποστηρικτικές Δομές και για τον λόγο αυτό η συμμετοχή σας κρίνεται απαραίτητη». Επομένως, δεν πρόκειται για μια απλή ημερίδα ούτε για μια πρόσκληση προς τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες για συνάντηση αλλά για μία διαδικασία διαλόγου. Το δεύτερο έγγραφο αναφέρει το πρόγραμμα της ημερίδας (χαιρετισμοί Υπουργού και προέδρου του ΙΕΠ, εισηγήσεις της κας Αυγητίδου και του κ. Κασσιανού, τοποθετήσεις εκπροσώπων της ΔΟΕ, της ΟΛΜΕ και της ΠΕΣΣ). Η συμμετοχή των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών που ενημερώθηκαν 48 ώρες πριν θεωρείται προφανώς δεδομένη από το Υπουργείο.
Εδώ χρειάζεται να επαναλάβουμε μία θέση αρχής. Οι διαδικασίες «εθνικού διαλόγου» δεν έχουν καμία σχέση με τις συναντήσεις των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών με τον Υπουργό Παιδείας. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για συναντήσεις σωματείου και εργοδότη, συνήθως κατά τη διάρκεια μιας απεργίας ή κινητοποίησης, όπου το σωματείο θέτει τις θέσεις και τα αιτήματά του και τα διεκδικεί με όρους κινήματος. Το Υπουργείο είναι έτσι κι αλλιώς ενήμερο για τις θέσεις του κινήματος. Πλήθος υπομνημάτων και εγγράφων αποστέλλονται σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση από τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, τους Συλλόγους Π.Ε. και τις ΕΛΜΕ. Η πρώτη περίπτωση όμως, του «εθνικού διαλόγου» συνιστά κάτι εντελώς διαφορετικό. Πρόκειται για μια διαδικασία όπου Υπουργείο και Ομοσπονδίες συμμετέχουν και συνδιαχειρίζονται την διαπραγμάτευση ενός ζητήματος, προφανώς όχι ως ισότιμοι και ισοβαρείς συνομιλητές, οι Ομοσπονδίες καταθέτουν τις θέσεις τους και το Υπουργείο αποφασίζει. Η διαφορά είναι ότι σε αυτή την περίπτωση, οι Ομοσπονδίες είναι συνυπεύθυνες και συνυπόλογες για το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο στην πραγματικότητα καμία δυνατότητα δεν έχουν να συνδιαμορφώσουν. Πού καταλήγουν αυτές οι διαδικασίες; Οι διαδικασίες διαλόγου που επιχείρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τα προηγούμενα χρόνια κατέληξαν σε προειλημμένες αποφάσεις – όπως άλλωστε όλες οι αντίστοιχες απόπειρες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Υπενθυμίζουμε την παραίτηση του προέδρου του ΕΣΥΠ που συνοδευόταν από καταγγελία ότι το ΕΣΥΠ μεταλλάσσεται από την κυβέρνηση σε «κυβερνητικό όργανο». Συμπέρασμα: το εκπαιδευτικό κίνημα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παγιδεύεται σε διαδικασίες «διαλόγου» που μόνο στόχο έχουν να το καταστήσουν συνυπεύθυνο σε αντιεκπαιδευτικές επιλογές. Ας φανταστούμε για παράδειγμα τι κατάληξη θα είχε μια διαδικασία διαλόγου για το νηπιαγωγείο – να μας καταστήσει συνυπεύθυνους για τα σχέδια ευέλικτων παράλληλων δομών προσχολικής ηλικιών από 0 έως 6 ετών.
Το τρίτο έγγραφο, που είδε το φως της δημοσιότητας και αναρτήθηκε σε εκπαιδευτικές ιστοσελίδες, έχει αποσταλεί από το Γραφείο του Υπουργού Παιδείας και έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου. Το συγκεκριμένο έγγραφο, είναι ένα εκτενές κείμενο θέσεων με όνομα αρχείου «ΠΡΟΤΑΣΗ_Νέες Δομές Υπ Εκπ Έργου», χωρίς κανένα τίτλο, αριθμό πρωτοκόλλου, ένδειξη υπηρεσίας που το αποστέλλει ή έστω κάποια υπογραφή αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη συγγραφής του. Επομένως, πρόκειται για ένα έγγραφο με χαρακτήρα non paper! Να υπενθυμίσουμε ότι τον περασμένο Ιούνιο, εν μέσω των διαδικασιών αξιολόγησης των διευθυντών σχολικών μονάδων και πάλι το Υπουργείο, υπό το κράτος του πανικού τότε, έστειλε ένα non paper που αμφισβητούσε τη διαδικασία απαρτίας των Συλλόγων Διδασκόντων.
Η αναφορά του non paper στην κατάργηση του ΠΔ 152 και της ατομικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών είναι ομολογουμένως η τέταρτη θεαματική εξαγγελία της κυβέρνησης για την εκπαίδευση σε διάστημα μόλις έξι μηνών. Προηγήθηκαν:
Α. Η εξαγγελία Γαβρόγλου για δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή και εκπαίδευση που στη συνέχεια όχι μόνο εγκαταλείφθηκε αλλά έδωσε τη θέση της στα σχέδια για ενοποίηση ΠΤ Νηπιαγωγών και ΤΕΙ Βρεφονηπιοκόμων και παράλληλες δομές για τις ηλικίες 0 έως 6.
Β. Η εξαγγελία Τσίπρα, τον περασμένο Μάιο, για μείωση των μαθητών ανά τμήμα στους 22. Ακολούθησε το ΠΔ 79 που θεσμοθετεί τις τριμελείς επιτροπές εγγραφών με στόχο ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα να τείνει στους 25.
Γ. Η δέσμευση Γαβρόγλου τον Αύγουστο για 19.000 προσλήψεις αναπληρωτών στην πρωτοβάθμια. Μέχρι στιγμής οι προσλήψεις αναπληρωτών μόλις και μετά βίας φτάνουν τις 11.997 στην πρωτοβάθμια, έναντι 14.044 πέρσι και όλα δείχνουν ότι το Υπουργείο κάνει ότι μπορεί για να τις περιορίσει παρά τα χιλιάδες κενά στην παράλληλη στήριξη και τη λειτουργία των ολοήμερων.
Στα παραπάνω, θα πρέπει βεβαίως να προσθέσουμε τις εξαγγελίες Φίλη για 20.000 μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση σε βάθος τριετίας.
Η εξαγγελία της κατάργησης της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δεν γίνεται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό, γίνεται στο πολιτικό περιβάλλον των μνημονίων και την επιτροπείας.
Α. Ταυτόχρονα εξελίσσεται η επιχείρηση ατομικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, με χαρακτηρισμούς «άριστος-πολύ επαρκής-επαρκής-μερικώς επαρκής-μέτριος-ανεπαρκής-ακατάλληλος», η οποία συναντά σθεναρή αντίσταση, καθώς η συμμετοχή στην απεργία – αποχή είναι ιδιαίτερα υψηλή. Για την επιβολή αυτής της ατομικής αξιολόγησης, η κυβέρνηση δεν διστάζει να καταφύγει στον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία.
Β. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έχει ζητήσει επισήμως από τον ΟΟΣΑ να συντάξει τη νέα έκθεση για την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Η ενδιάμεση έκθεση του ΟΟΣΑ, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που προκύπτουν από την ήττα της προηγούμενης κυβέρνησης στο πεδίο της αξιολόγησης, θέτει ευθέως το στόχο της «εμπέδωσης κουλτούρας αξιολόγησης» και όχι – σε αυτή τη φάση – της ατομικής αξιολόγησης.
Να σημειώσουμε ότι εδώ και δυόμισι χρόνια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παρά τις προεκλογικές της εξαγγελίες, δεν έχει προχωρήσει στην κατάργηση του θεσμικού πλαισίου της αξιολόγησης, κάτι που αποτελεί μόνιμο αίτημα των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος.
Το non paper του Υπουργείου εξαγγέλλει την αντικατάσταση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου από τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.) και τους Περιφερειακούς Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου και Επιμόρφωσης. Ωστόσο, δύο μόλις μήνες πριν, το Υπουργείο Παιδείας προώθησε το ΠΔ 79, στο οποίο αναφέρονται 38 φορές οι Σχολικοί Σύμβουλοι και οι αναβαθμισμένες αρμοδιότητες που τους αποδίδονται – απόλυτα αναμενόμενο με βάση το γενικό σχεδιασμό προώθησης της αξιολόγησης. Τι να υποθέσει κανείς για τον προσανατολισμό του Υπουργείου;
Η άμεση υπαγωγή των σχολικών μονάδων σε κεντρικές δομές και μάλιστα συγχωνευμένες, μόνο ως αποκέντρωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πρόκειται για ένα συγκεντρωτικό ιεραρχικό μοντέλο που διατηρεί ολόκληρη τη διοικητική ιεραρχία. Επιπλέον, οι επικλήσεις στην παιδαγωγική αυτονομία και την παιδαγωγική ελευθερία ηχούν ως κακόγουστο αστείο στα σχολεία που στραγγαλίζονται από τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο του myschool. Για ποια δημοκρατία του Συλλόγου Διδασκόντων μιλά η κυβέρνηση, όταν η ίδια πριν από δύο μήνες, με το ΠΔ 79 του αφαίρεσε ακόμα και αυτή την αρμοδιότητα της σύνταξης του εβδομαδιαίου ωρολογίου προγράμματος και την ανέθεσε αποκλειστικά στον διευθυντή;
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η συγκρότηση των δομών «υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου» έρχεται να υπηρετήσει τις εκπαιδευτικές συντηρητικές αναδιαρθρώσεις που εξελίσσονται σταδιακά (νέα αναλυτικά προγράμματα, νέα σχολικά βιβλία το 2006, σχολείο ΕΑΕΠ, σχολείο Φίλη-Διαμαντοπούλου) και διαμορφώνουν το νέο σχολείο των κατακερματισμένων αντικειμένων και των δεξιοτήτων, με βάση τις επιταγές της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ. Το σχολείο που σε πείσμα κάθε παιδαγωγικής λογικής, έχει εξορίσει κάθε διαδικασία ολιστικής προσέγγισης της γνώσης, δημιουργίας, χαράς και συλλογικής παιδαγωγικής εργασίας και τις έχει αντικαταστήσει με ένα σύνολο ατάκτως εριμμένων αντικειμένων και δραστηριοτήτων. Το σχολείο των ταξικών ανισοτήτων και της σχολικής αποτυχίας.
Το εκπαιδευτικό κίνημα δεν συνδιαλέγεται, δεν συνδιαχειρίζεται. Αγωνίζεται!
Δώσαμε σκληρούς αγώνες όλα τα προηγούμενα χρόνια για την κατάργηση της αξιολόγησης. Η ακύρωση και το μπλοκάρισμά της στην πράξη αποτελεί μια ιστορική νίκη του εκπαιδευτικού κινήματος. Όσο μας αφορά, από την πλευρά του ανεξάρτητου αγωνιστικού ταξικού ρεύματος των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων, έχουμε ρητά διατυπώσει την αντίθεσή μας με κάθε μορφή αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης. Εμάς δεν μας θέλγουν οι αυταπάτες ούτε για την καλή και κακή αξιολόγηση ούτε για την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων και την αξιολόγηση στελεχών. Δεν μας θέλγουν ούτε οι πολιτικές θέσεις για μια «καλή» αξιολόγηση σε ένα άλλο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, όπου ένα εργατικό κράτος θα αναλάβει να προωθήσει και να υλοποιήσει. Πολύ περισσότερο, θεωρούμε επικίνδυνες τις αυταπάτες για αυτοαξιολόγηση και προβληματικές τις απόψεις που έντυπα καταθέτουν δυνάμεις της εκπαιδευτικής αριστεράς σε κεντρικές τους ανακοινώσεις για «τα προβλήματα απόδοσης στην εργασία κάποιων δημοσίων υπαλλήλων», για τα οποία «υπάρχει το αντίστοιχο θεσμικό – νομικό πλαίσιο, με το οποίο μπορούν να αντιμετωπιστούν».
Οι θέσεις μας είναι ξεκάθαρες και έχουν αποτυπωθεί σε Γενικές Συνελεύσεις και μαζικές διαδικασίες του κινήματος:
-
Όχι στην αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση. Να καταργηθεί όλο το αυταρχικό – αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης, εσωτερικής, εξωτερικής, σχολείων και εκπαιδευτικών. Κατάργηση της ΑΔΙΠΔΕ. Ακώλυτη μισθολογική και βαθμολογική προαγωγή για όλους τους εργαζομένους. Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο.
-
Ο Σύλλογος Διδασκόντων ως ανώτερο και κυρίαρχο όργανο, πρέπει να έχει αναβαθμισμένο διοικητικό και παιδαγωγικό ρόλο και θεσμοθετημένη πρωταγωνιστική θέση στη διαδικασία προγραμματισμού-σχεδιασμού, του εκπαιδευτικού έργου. Με συχνές, τακτικές συνεδριάσεις όπου συλλογικά συζητούνται και αντιμετωπίζονται όλα τα παιδαγωγικά ζητήματα. Με προγραμματισμό του διδακτικού έργου σε τοπικά/κεντρικά αιρετά συλλογικά όργανα. Με αλλαγή του ρόλου του διευθυντή που θα είναι συντονιστής, αιρετός και ανακλητός συνάδελφος και θα έχει διδακτικά καθήκοντα και τις ίδιες μισθολογικές απολαβές με όλους τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς και ανώτατο όριο θητείας.
Δεν συνδιαχειριζόμαστε την κυβερνητική πολιτική, δεν συμμετέχουμε σε στημένους διαλόγους. Συνεχίζουμε τον αγώνα για το σχολείο των όλων, των ίσων, των διαφορετικών, το σχολείο των αναγκών και των οραμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας, δυναμώνουμε τα σωματεία μας, ως ελεύθερες, ανεξάρτητες, ταξικές συλλογικότητες, τους Συλλόγους Διδασκόντων ώστε να γίνουν το αποφασιστικό όργανο στο σχολείο.