ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΟΟΣΑ ΚΑΙ ΩΡΑ ΣΙΤΙΣΗΣ
Την Παρασκευή 1 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε – κάτω από τη βαριά σκιά των απαιτήσεων του ΟΟΣΑ για νέα αντιεκπαιδευτικά μέτρα – συνάντηση της ΔΟΕ με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.
Στη συνάντηση αυτή ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι:
-
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι να μην αυξηθεί το ωράριο των εκπαιδευτικών ούτε ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα
-
Οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ έχουν καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα
-
Το προσχέδιο έκθεσης που κατέθεσε το Νοέμβριο ο ΟΟΣΑ απορρίφθηκε από το Υπουργείο
-
Το Υπουργείο έχει διακόψει τη ροή πληροφοριών και στοιχείων προς τον ΟΟΣΑ διότι υπάρχουν σοβαρές μεθοδολογικές διαφωνίες – πρόσθεσε μάλιστα ότι έτσι όπως πάνε τα πράγματα «δεν αποκλείεται να τα σπάσουμε με τον ΟΟΣΑ»
-
Η τελική έκθεση του ΟΟΣΑ δεν αναμένεται πριν τη λήξη του σχολικού έτους
Μόλις 48 ώρες μετά, υπογράφεται από την κυβέρνηση η συμφωνία στα πλαίσια της 3ης Αξιολόγησης προγράμματος ESM, η οποία μεταξύ άλλων, στη σ. 27 προβλέπει ότι:
-
«Οι αρχές θα προσαρμοστούν στις συστάσεις της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης μέχρι τον Μάιο του 2018· η προκαταρκτική έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα από τον ΟΟΣΑ τον Ιούλιο του 2017, το πρόχειρο σχέδιο έκθεσης πρόκειται να ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2018 και η τελική έκθεση μέχρι τον Απρίλιο του 2018».
-
«…οι αρχές πρόκειται, μέχρι τον Μάρτιο του 2018 (κύριο παραδοτέο): (i) να θεσπίσουν νομοθετικά μέτρα σχετικά με τους μελλοντικούς διορισμούς και την αξιολόγηση των διευθυντών και τα ανώτερα στελέχη του υπουργείου παιδείας ώστε να διασφαλίσουν μια αποπολιτικοποιημένη, διαφανή και αξιοκρατική διαδικασία συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής του ΑΣΕΠ σε σχετικές επιτροπές και να αναβαθμίσει το ρόλο τους εντός των σχολικών μονάδων και να καθορίσουν τις προοπτικές της σταδιοδρομίας τους. (ii) να περάσουν ένα νόμο σχετικά με την αναβάθμιση των αρμόδιων οργάνων για τις αξιολογήσεις και (iii) να περάσουν ένα νόμο σχετικά με την αξιολόγηση των ανώτερων στελεχών της εκπαίδευσης, την αυτοαξιολόγηση του σχολείου και την ορθολογική χρήση των πόρων. Μέχρι τον Μάιο του 2018 θα υιοθετήσουν μια στρατηγική για την αρχική και την διαρκή εκπαίδευση των εκπαιδευτικών»
-
«…ως προκαταρκτική δράση, οι αρχές θα νομοθετήσουν (i) την υποχρεωτική παρουσία των εκπαιδευτικών στα σχολεία έως 30 ώρες την εβδομάδα· (ii) τα κριτήρια και το χρονοδιάγραμμα για τη συγχώνευση των σχολικών μονάδων, ξεκινώντας από το σχολικό έτος 2018-2019 και (iii) την εξαίρεση της μεσημεριανής ώρας σίτισης από τις διδακτικές ώρες [διδακτικό ωράριο] των εκπαιδευτικών».
Με δυο λόγια, το κείμενο της συμφωνίας προβλέπει τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που δήλωσε ο Υπουργός Παιδείας στη ΔΟΕ την 1η Δεκέμβρη. Ας σχολιάσουμε τι θα σημαίνει η εφαρμογή μόνο ενός από τα παραπάνω:
Ο αποχαρακτηρισμός της ώρας της σίτισης ως διδακτικής ισοδυναμεί με έμμεση αύξηση του διδακτικού ωραρίου στο δημοτικό σχολείο. Οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν είναι χιλιάδες. Ενδεικτικά, μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπως προκύπτει από τον σχετικό πίνακα, τα τμήματα ολοήμερου που λειτουργούν την ώρα της σίτισης σήμερα είναι 2360 (Πίνακας 1). Αντιστοιχούν σε 11.800 ώρες σίτισης την εβδομάδα. Το σύνολο αυτών των ωρών, αν διαιρεθεί με το 24 που είναι το διδακτικό ωράριο ενός αναπληρωτή, αντιστοιχεί σε 492 θέσεις εργασίας. Και μιλάμε μόνο για το λεκανοπέδιο Αττικής! Αν σε αυτά τα δεδομένα προσθέσουμε και την απώλεια θέσεων εργασίας λόγων των συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι μερικές ακόμα χιλιάδες αναπληρωτών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα μείνουν άνεργοι την επόμενη σχολική χρονιά. Να σημειώσουμε εδώ, ότι λίγους μήνες πριν, η κυβέρνηση, κάτω από την πίεση των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος, θεσμοθέτησε την προσμέτρηση της ώρας της σίτισης ως διδακτικής όχι μόνο στον υπεύθυνο του ολοήμερου αλλά σε όλους τους εκπαιδευτικούς που εμπλέκονται σε αυτήν.
Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες αναμετρήσεις – αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τα συνολικά ζητήματα που θέτουν τα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης. Σήμερα, το εκπαιδευτικό ζήτημα, είναι στενά και αλληλένδετα δεμένο, όσο ποτέ, με το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα: την καπιταλιστική κρίση και τις ασκούμενες από το μνημονιακό καθεστώς και τα κόμματα που το υπηρετούν μνημονιακές πολιτικές. Στο χώρο της εκπαίδευσης, τα προαπαιτούμενα της συμφωνίας που ήδη αναφέραμε, έρχονται να προστεθούν στα επίδικα της περιόδου: δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή και εκπαίδευση, πολιτική μηδενικών διορισμών, παιδαγωγική επάρκεια, νέες υποστηρικτικές δομές. Το εκπαιδευτικό κίνημα και ιδιαίτερα η ανεξάρτητη, ριζοσπαστική, ταξική του πτέρυγα, οφείλουν να οργανώσουν αυτή τη μάχη, με στόχο την ανατροπή των νέων μέτρων, αλλιώς θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα εντελώς διαφορετικό, πιο δυσμενές τοπίο στην εκπαίδευση τη νέα σχολική χρονιά.