Ohne jedes Maß (Χωρίς κανένα μέτρο)
Ο καλός δάσκαλος δεν μπορεί να αξιολογηθεί
Μετάφραση: Δημήτρης Τσουκάλης
Γράφει ο Αντρέας Όμπρεχτ δάσκαλος Λατινικών, Φυσικής Αγωγής, Μαθηματικών και Φιλοσοφίας σε Γυμνάσιο.
Δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας DIE ZEIT στις 2 Οκτωβρίου 2015.
Οι δάσκαλοι πρέπει να πληρώνονται σύμφωνα με την απόδοσή τους, αυτό δήλωσε η Γενική Γραμματέας του κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP), Νίκολα Μπέερ.
Είμαι δάσκαλος και διδάσκω 22 χρόνια σε Γυμνάσιο στο Νότιο Μπάντεν και αναρωτιέμαι αν αυτή η δήλωση είναι λαϊκισμός ή αφέλεια;
Η άποψη της κυρίας Μπέερ ότι οι δάσκαλοι πρέπει να διακρίνονται για τη δημιουργικότητα, την ενσυναίσθηση και το πάθος για τη δουλειά τους είναι σωστή. Το τελικό της συμπέρασμα, όμως, είναι λάθος. Η κυρία Μπέερ, πρώην Υπουργός Παιδείας στο κρατίδιο της Έσσης, θέλει αυτές τις ιδιότητες να τις κάνει προϋποθέσεις πρόσληψης. Αυτό που δεν κάνει είναι να μας πει με ποιο τρόπο θα διαγνώσει αυτές τις ιδιότητες.
Όλα αυτά τα στοιχεία κάθε δασκάλου δεν είναι εύκολο να μετρηθούν. Μόνο μέσα από την εμπειρία μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει.
Η κυρία Μπέερ, αντίθετα, προτείνει να διδάσκονται οι μαθητές συγκεκριμένη ύλη σε όλα τα αντικείμενα για μεγάλο χρονικό διάστημα για να μπορεί στη συνέχεια με εξετάσεις να μετρηθεί η απόδοση των μαθητών και το αποτέλεσμα της μαθησιακής διαδικασίας.
Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης για παράδειγμα, για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε κεντρικά σχεδιασμένη διδασκαλία και στη συνέχεια εξετάσεις και σύγκριση των αποτελεσμάτων, κάτι το οποίο, όμως, αργότερα καταργήθηκε.
Το FDP φαίνεται ότι σχεδιάζει να επιστρέψει στην παλιά ιδέα ενός συστήματος αξιολόγησης, που δεν θα αφορά όμως αυτή τη φορά τους μαθητές αλλά τους εκπαιδευτικούς.
Η εισαγωγή ενός τέτοιου εργαλείου αξιολόγησης, ανεξάρτητα από τη διαμόρφωσή του, θα είχε μεγάλες ανάγκες σε προσωπικό και τεράστιο γραφειοκρατικό και οικονομικό κόστος (σπατάλες πόρων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εκατό φορές πιο ουσιαστικά).
Ακόμα χειρότερα θα κατέστρεφε αυτά που η κα Μπεερ θεωρεί ως τα πιο σημαντικά προσόντα για έναν δάσκαλο, το πάθος για τη δουλειά, την ενσυναίσθηση και τη δημιουργικότητα.
Αυτό θα παρακινούσε, εμάς τους δασκάλους, να επιδιώκουμε ποσοτικά αποτελέσματα – ένα ακόμα βήμα για τη στενότερη προσέγγιση σχολείου και οικονομίας.
Για να γίνει αυτό κατανοητό θα αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
Με την τάξη μου υλοποιήσαμε ένα πρόγραμμα σκυταλοδρομίας από το Λόραχ μέχρι τη Βενετία. Με την προετοιμασία του προγράμματος ασχοληθήκαμε έναν ολόκληρο χρόνο και αναγκαστικά χρησιμοποιήθηκε και διδακτικός χρόνος κάποιων μαθημάτων.
Όταν επιτέλους ήμασταν καθοδόν κρατούσαμε σημειώσεις για πάρα πολλά πράγματα. Τα χιλιόμετρα που διανύσαμε, τα ύψη, την μέση ωριαία ταχύτητα, ακόμα και τις θερμίδες που κάψαμε. Όλα απολύτως μετρήσιμα.
Πώς όμως να μετρηθεί η και να καταγραφεί η συγκίνηση που νιώσαμε όταν διασχίζαμε την τελευταία τέσσερα χιλιόμετρα της γέφυρας της Βενετίας;
Πώς να μετρηθεί η λάμψη στα μάτια των παιδιών όταν αντίκρισαν, με πόνους στα πόδια, το “Canal Grande” μετά από ταξίδι έξι ημερών και 700 χιλιόμετρα πορεία;
Πώς θα μετρηθούν οι αναμνήσεις που θα κουβαλούν στις καρδιές τους, αυτά τα παιδιά, για το υπόλοιπο της ζωής τους;
Για το πώς αυτό θα μετρηθεί δε χρειάζεται η κυρία Μπέερ να νοιαστεί. Στο σχολείο που ονειρεύεται τέτοια πράγματα δε θα γίνονται.
Εγώ πάντως θα απέφευγα τέτοιου είδους δραστηριότητες που θα έθεταν σε κίνδυνο την «επιτυχία του μαθήματος» και την «πρόοδο των μαθητών» και που μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη μισθολογική μου εξέλιξη.
Βεβαίως και υπάρχει στα σχολεία μας η ανάγκη για διαρκή βελτίωση – που κατά την άποψή μου ένα μεγάλο μέρος της είναι η διόρθωση εσφαλμένων πολιτικών επιλογών του υπουργείου, όπως για παράδειγμα η μείωση του γυμνασίου κατά ένα έτος.
Πολλά από τα στραβά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια πηγάζουν από την όλο και μεγαλύτερη επιρροή των οικονομικών συμφερόντων. Από την προαναφερθείσα μείωση του Γυμνασίου κατά ένα έτος έως τον εξοπλισμό των σχολείων με ηλεκτρονικές συσκευές που δεν προσφέρουν τίποτε στη μαθησιακή διαδικασία. Για παράδειγμα το CAS (είναι μια ηλεκτρονική συσκευή Computer Algebra System το οποίο χρησιμοποιείται για διάφορους μαθηματικούς και άλλους υπολογισμούς) που ενώ εισήχθη σε σχολεία της Βάδης Βυρτεμβέργης αποσύρθηκε αμέσως γιατί θέτει σε αμφισβήτηση την ισότητα ευκαιριών των μαθητών στις εξετάσεις.
Το Κέρδος, ο Καριερισμός, η Χρησιμοθηρία και ο Ανταγωνισμός οι «αξίες» της Αγοράς είναι ήδη στα σχολεία.
Σ’ ένα μοντέλο, όμως, σαν κι αυτό που προτείνει η κυρία Μπεερ του FDP αυτά θα καθορίσουν ακόμα περισσότερο την εκπαιδευτική διαδικασία και τελικά δεν θα βρούμε τους «καλύτερους των καλυτέρων» για τα σχολεία μας αλλά τους «λάθος εκπαιδευτικούς».
Όπως η απόδοση και η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών δεν είναι μετρήσιμη έτσι και για τους μαθητές πιο σημαντικά από τα μετρήσιμα είναι εκείνα που δεν μπορούν να μετρηθούν.
Η κριτική σκέψη και η ανεξαρτησία του πνεύματος το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, ο αλτρουισμός και η εντιμότητα, η διαλλακτικότητα, η διάθεση για συνεργασία, η αίσθηση ευθύνης.
Το καταστροφικό πνεύμα που θα φέρει η κυρία Μπέερ στους εκπαιδευτικούς, θα μεταφερθεί βέβαια και στους μαθητές. Όλα θα οδηγηθούν στην κατεύθυνση να δημιουργούμε καριερίστες κατά τα πρότυπα και τη φιλοσοφία της Αγοράς.
Αυτό όμως δεν είναι το νόημα του σχολείου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
1. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
2. Στη Γερμανία υπάρχουν τρεις τύποι σχολείων. Το Γενικό σχολείο (Hauptscule), απ` το οποίο τελειώνοντας κανείς γίνεται ειδικευμένος εργάτης. Το Τεχνικό σχολείο (Realschule), απ` το οποίο τελειώνοντας μπορεί να εισαχθεί σε Τεχνικές σχολές και το Γυμνάσιο (Gymnasium). Οι μαθητές που αποφοιτούν από το Γυμνάσιο σπουδάζουν στα πανεπιστήμια μετά τις τελικές εξετάσεις, το λεγόμενο Abitur. Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο γίνεται ανάλογα με τη βαθμολογία .
Ο χωρισμός των μαθητών γίνεται από την Τετάρτη δημοτικού (μέχρι την Τετάρτη είναι το Δημοτικό που είναι όλοι οι μαθητές μαζί), ανάλογα με τη βαθμολογία των μαθητών. Οι μαθητές μπορούν και στη συνέχεια να αλλάξουν τύπο σχολείου ανάλογα πάλι με τη βαθμολογία τους.
Η υποχρεωτική φοίτηση είναι εννιά χρόνια όπως και στην Ελλάδα.
Η αξιολόγηση, παλιότερα που γνωρίζω, ήταν μονοπρόσωπη, από τον επιθεωρητή και περιγραφική. Δεν είχε καμία μισθολογική επίπτωση, είχε όμως επίπτωση στην εξέλιξη την υπηρεσιακή.
Κάθε κρατίδιο ακολουθεί τη δική του πολιτική και γίνονται διάφοροι πειραματισμοί, όπως αναφέρεται και στο άρθρο.
Νομίζω ότι λίγο πολύ τα ίδια ισχύουν και σήμερα.