top of page
R_01

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΑΝΔΡΟΥΣΟΥ*

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ[1]

 

Χαραβιτσίδης Π. (2013) Χτίζοντας ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.

To βιβλίο του Πέτρου Χαραβιτσίδη «Χτίζοντας ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο», είναι η καταγραφή και ανάλυση μιας εκπαιδευτικής καινοτομίας που μια ομάδα δασκάλων πέτυχε στο 132ο σχολείο της Γκράβας. Σε ένα σχολείο από αυτά που λέμε υποβαθμισμένα της Αθήνας, με μεγάλο ποσοστό παιδιών μεταναστών, μια ομάδα εκπαιδευτικών, δρώντας συλλογικά και παίρνοντας υπόψη της τις ανάγκες των συγκεκριμένων παιδιών, πετυχαίνει την ισότιμη ένταξη τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, συγκρουόμενη με τις κατεστημένες αντιλήψεις των εκπαιδευτικών αρχών.

 

Στο βιβλίο αυτό – απόρροια της αντίστοιχης διδακτορικής διατριβής του στο ΑΠΘ- ο Πέτρος Χαραβιτσίδης, δάσκαλος αυτού του σχολείου, επεξεργάζεται αναστοχαστικά την εμπειρία αυτή, εντάσσοντάς την καταρχήν στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα και στην διεθνή συζήτηση για την σχολική αποτελεσματικότητα. Ένας δηλαδή, εκπαιδευτικός - ερευνητής του ίδιου του του έργου, με προσωπική εμπλοκή από την αρχή του εγχειρήματος, παραδίδει μια συναρπαστική, επιστημονικά τεκμηριωμένη, αφήγηση μιας πλούσιας και πολυεπίπεδης εμπειρίας που επιτρέπει στους αναγνώστες και αναγνώστριές του να παρακολουθήσουν τη διαδικασία του εγχειρήματος βήμα προς βήμα.

 

Έτσι ο συγγραφέας, στα τρία μέρη του βιβλίου αναφέρεται:

 

-Στις θεωρητικές και μεθοδολογικές προκείμενες της συγκεκριμένης έρευνας δράσης μέσα από μια επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας για την σχολική αποτελεσματικότητα των σχολείων και την κριτική παιδαγωγική.

 

-Στην αναλυτική καταγραφή της οικοδόμησης της συνεργασίας σχολείου και οικογένειας μέσω των μαθημάτων ελληνικών προς τους γονείς και μητρικής γλώσσας (αλβανικά και αραβικά) προς τους μαθητές.

 

-Στην ανάλυση των αντιλήψεων των γονέων και των εκπαιδευτικών για την αποτελεσματικότητα του σχολείου. Τέλος, στα συμπεράσματα ο Πέτρος Χαραβιτσίδης, καταγράφει και αναλύει με συστηματικότητα τις αλλαγές που σημειώθηκαν στο σχολείο σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αναφέρεται στις παρακαταθήκες για το μέλλον.

 

Για αυτό το λόγο, το βιβλίο αυτό αποτελεί κατά την γνώμη μου μια σημαντική συμβολή στην ελληνική παιδαγωγική βιβλιογραφία: πρόκειται για παραγωγή πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης, εντός πλαισίου. Μια αναστοχαστική οπτική, που αποδίδει στο εγχείρημα βάθος χρόνου και το υποβάλει στη βάσανο της επιστημονικής ανάλυσης, αποδίδοντας, στην πολυσυζητημένη σύνδεση θεωρίας και πράξης, το πλήρες νόημά της. Η αξία αυτού του βιβλίου είναι μεγαλύτερη από την καταγραφή μιας εκπαιδευτικής καινοτομίας και αμέσως μετά θα εξηγήσω το γιατί, εστιάζοντας σε τρία σημεία.

 

Πρώτα από όλα αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο για τους μελλοντικούς και τους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς. Μέσα από τις σελίδες του, περιγράφονται όλα τα βήματα μιας έρευνας δράσης, δηλαδή σχεδιασμός, δράση, αξιολόγηση, επανασχεδιασμός και αναδεικνύονται καίρια ερωτήματα: Πώς οι εκπαιδευτικοί μπορούν να δουλέψουν μέσα σε ένα συγκεντρωτικό, εθνοκεντρικό, μονοπολιτισμικό, αγκυλωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, δημιουργώντας ρωγμές; Πώς μπροούν να σκεφτούν διαφορετικά το αναλυτικό πρόγραμμα, να σχεδιάσουν τις εκπαιδευτικές τους πρακτικές προσαρμόζοντάς τες στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο απευθύνονται; Πώς θα πετύχουν η σχολική γνώση να μην είναι στείρα και έξω από τα ενδιαφέρονται των παιδιών, αλλά να τα εμπλέκει στη διαδικασία μάθησης και να τα αφορά; Πώς θα εμπλέξουν τους γονείς; Πώς θα αντέξουν και θα στηριχτούν οι ίδιοι σε ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα; Πώς θα επιμορφωθούν και η δουλειά τους δεν θα είναι απλή εφαρμογή αλλά δημιουργία; Τα βήματα αναλύονται μέσα από τη φωνή των ίδιων των συμμετεχόντων: αναλύσεις συνεντεύξεων, καταγραφές παρατηρήσεων, ανάλυση ημερολογίων εκπαιδευτικών, περιγραφές συγκεκριμένων δράσεων. Η εναλλαγή βιωματικού και αναλυτικού λόγου προσδίδει στο βιβλίο την αξία ενός ανοιχτού, σε ποικίλες αναγνώσεις, εγχειριδίου.

 

Το δεύτερο είναι ότι το βιβλίο αναδεικνύει έννοιες κλειδιά για την κριτική παιδαγωγική και μαλιστα περιγράφοντας και τις διαδικασίες ανάπτυξής τους και τα αποτελέσματα που αυτές είχαν στην εκπαιδευτική πράξη. Πιο συγκεκριμένα αναδεικνύει την έννοια της χειραφέτησης του εκπαιδευτικού από τους καταναγκασμούς και τις αγκυλώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος και τον κοινωνικό ρόλο του σχολείου. Και κυρίως πώς τα παραπάνω μεταφράζονται σε εκπαιδευτική πράξη.

 

Μέσα από την αφήγηση και τις φωνές των υποκειμένων ιχνηλατούνται οι διαδρομές προς τη χειραφέτηση των εκπαιδευτικών, οι μικρές και μεγαλύτερες συγκρούσεις τους με τις δικές τους αντιλήψεις και την ισχύουσα κατάσταση, οι επιτυχίες, οι αποτυχίες, οι δισταγμοί και οι αναδιπλώσεις, αλλά και η δύναμη της συλλογικότητας, η χαρά της δημιουργίας. Καταγράφεται συστηματικά η δυναμική πορεία του εγχειρήματος που εμπλέκει παιδιά, γονείς, εκπαιδευτικούς και αναδεικνύει το ριζοσπαστικό του χαρακτήρα για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα.

 

Και είναι σημαντικό ότι, όπως φαίνεται με σαφήνεια στο βιβλίο, η αντίληψη που υιοθετούν οι εκπαιδευτικοί αυτού του σχολείου αναδεικνύεται και μέσα από τις αφηγήσεις των γονέων που συμμετέχουν στα μαθήματα ελληνικών αλλά και μέσα από τις δράσεις που όλοι οι γονείς του σχολείου συμμετέχουν: η μάθηση είναι πρώτα από όλα διεργασία κοινωνική και ρόλος του σχολείου δεν είναι η στείρα μετάδοση γνώσεων, αλλά η ένταξη της μαθησιακής διαδικασίας στα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής. Υποστηρίζουν ένα σχολείο εντός κοινωνίας και όχι κλειστό σε ένα κλίβανο. Έχοντας οι ίδιοι επίγνωση της αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω μιας εφαρμογής ενός κλειστού αναλυτικού προγράμματος, διαφοροποιούν τις παιδαγωγικές τους πρακτικές με στόχο να καταστήσουν όλους του μαθητές και τις μαθήτριές τους κριτικούς αναγνώστες και αναγνώστριες της κοινωνικής πραγματικότητας και ενεργούς πολίτες.

 

Τρίτο, και τελευταίο σημείο, είναι ότι το βιβλίο αναδεικνύει έμμεσα καινοτόμες παιδαγωγικές πρακτικές, που καταγράφονται κυρίως στις αφηγήσεις των εκπαιδευτικών και των γονέων. Οι παιδαγωγικές πρακτικές δεν συνιστούν –σωστά κατά τη γνώμη μου- ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Οι αναγνώστες θα τις ανασυνθέσουν μέσα από τις ψηφίδες που υπάρχουν σε διάφορα σημεία. Με τον τρόπο αυτό δεν παρουσιάζονται ποτέ εκτός πλαισίου παραγωγής τους: η διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας μέσα από κείμενα και εικαστικές δραστηριότητες, η παραγωγή ταινιών με την συνεργασία παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών, οι εθνικές γιορτές που η προετοιμασία και η αξιολόγησή τους αποτελούν μύηση των παιδιών στην ερευνητική μεθοδολογία, δεν εμφανίζονται ως «καλές πρακτικές», ολοκληρωμένες και έτοιμες προς αντιγραφή. Περιγράφονται ως βήματα μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που εξελίσσεται και που στόχο έχει την κατάκτηση από τους μαθητές/τριες της γνώσης, ως εργαλείο ενδυνάμωσής τους για την κοινωνική τους ένταξη. Μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που εγγράφεται στην σύγχρονη αντίληψη για την διδακτική πράξη, που την θεωρεί μια πράξη δυναμική που αναπροσαρμόζεται συνεχώς στο συγκεκριμένο κάθε φορά πλαίσιο.

 

Το βιβλίο του Πέτρου Χαραβιτσίδη λοιπόν αποτελεί μια πρόσκληση και πρόκληση προς όλους και όλες που εμπλεκόμαστε στην εκπαίδευση, να διαβάσουμε την συγκεκριμένη εκπαιδευτική καινοτομία όχι ως μια πρότυπη δουλειά που θα διδάσκεται στα πανεπιστήμια ως ένα «καλό παράδειγμα προς μίμηση», ένα μοντέλο «καλής πρακτικής», αλλά σαν ένα έργο σε εξέλιξη, που ο καθένας και η καθεμία μας ανάλογα με το δικό του πλαίσιο μπορεί να πάρει στοιχεία που θα του επιτρέψουν να αναθεωρήσει ή/και να εμπλουτίσει τις δικές του διδακτικές πρακτικές, αλλά και το τρόπο με τον οποίο τις προσεγγίζει. Εύχομαι το βιβλίο αυτό να βάλει ένα ακόμη λιθαράκι στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας κοινότητας μάθησης και πρακτικής, που ήδη οι εκπαιδευτικοί του σχολείου αυτού ως συλλογικότητα έχουν καταφέρει να προωθήσουν μέσα από το συνεχή διάλογό τους με τα πανεπιστημιακά τμήματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών.

 

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω τη σημασία που κατά τη γνώμη μου έχει αυτό το βιβλίο στη συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική συγκυρία: σε μια εποχή που το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο δέχονται συνεχείς επιθέσεις από παντού και απαξιώνεται συστηματικά το έργο όλων μας, το βιβλίο δίνει μια ηχηρή απάντηση. Στο δημόσιο σχολείο με όλα τα προβλήματά του και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, μια ομάδα εκπαιδευτικών που δρούν σε συνεχή διάλογο και αλληλοτροφοδότητση με το δημόσιο πανεπιστήμιο, χτίζει – όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου - ένα διαφορετικό σχολείο. Το βιβλίο αποτυπώνει βέβαια την προσωπική επιστημονική διαδρομή του Πέτρου Χαραβιτσίδη, αναδεικνύοντας παράλληλα την καθοριστική σημασία και την αξία της συλλογικής δουλειάς, μιας και όλοι και όλες οι συνάδελφοί του είναι εκεί, μέσα από τις προσωπικές τους καταγραφές.

 

Η δέσμευση όλων μας στην εκπαίδευση, σε όποια βαθμίδα και αν υπηρετούμε, σε μια συλλογικότητα δράσης και αναστοχασμού, είναι για μένα η μόνη πιθανή διέξοδος στη σημερινή κρίση που τόσο οδυνηρά βιώνουμε. …

 

Ο δρόμος είναι ανοιχτός και δύσβατος. Το εγχείρημα του 132 μας δίνει την απάντηση ότι μάλλον μπορούμε. Θα το τολμήσουμε;;;

 

Φεβρουάριος 2014

* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στη Προσχολική Ηλικία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών

 

[1] Το κείμενο δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα www.actionresearch.gr

G_01

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ

bottom of page