top of page

ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ

 

Η διημερίδα των απόντων

(Διημερίδα της Δ.Ο.Ε. για την εκπαίδευση της μειονότητας)[1]

R_01

Το συνέδριο αυτό, που τελικά έγινε διημερίδα, οι εκπαιδευτικοί της Θράκης, και ειδικά αυτοί των μειονοτικών σχολείων, το περιμέναμε και το ζητούσαμε πολλά χρόνια. Οι προσδοκίες μας όμως, δυστυχώς, δεν εκπληρώθηκαν από τη διαδικασία αυτών των δύο ημερών. Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτή τη διημερίδα είναι οι απουσίες της. Πρόκειται για μια διημερίδα των απόντων. Απουσιάζουν κάποιοι ομιλητές που θα συμμετείχαν κάτω από άλλες συνθήκες και προϋποθέσεις. Απουσιάζουν ακόμη και κάποιοι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί, τους οποίους η ίδια η ηγεσία της Δ.Ο.Ε. δεν ήθελε αρχικά ως εισηγητές. Και πρώτα – πρώτα απουσιάζει η ίδια η μειονότητα: ενώ το θέμα της διημερίδας είναι «Η εκπαίδευση της μειονότητας», η ίδια η μειονότητα απουσιάζει. Πρόκειται για μια ηχηρή απουσία – εξαιτίας ακριβώς της σιωπής της. Θα έπρεπε να είναι εδώ οι συνάδελφοι του τουρκόγλωσσου προγράμματος των μειονοτικών σχολείων και τα συλλογικά τους όργανα, όχι ως απλοί προσκεκλημένοι, για έναν χαιρετισμό – αλλά ως κανονικοί συμμετέχοντες.

Η εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης άρχισε να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο κυρίως από τη δεκαετία του 90. Μέχρι τότε το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας εστιαζόταν στον διοικητικό έλεγχο και στον τρόπο λειτουργίας των σχολείων, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια για το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Η συνολική αναθεώρηση της πολιτικής που ασκούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στη μειονότητα από το 1990 και μετά, έφερε και τη μειονοτική εκπαίδευση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Είχαν προηγηθεί βέβαια σχετικές παρεμβάσεις εκπ/κών φορέων  και συλλογικοτήτων. Απότοκο των εξελίξεων αυτών ήταν η καθιέρωση  ποσόστωσης (το 1995) για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπ/ση παιδιών της μειονότητας και, η διαμόρφωση ενός εκτεταμένου προγράμματος εκπαιδευτικής παρέμβασης στα μειονοτικά σχολεία – του γνωστού Π.Ε.Μ. (Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων), από το 1997.

Πρόκειται για δύο καταλυτικές παρεμβάσεις της ελληνικής πολιτείας, των οποίων η σημασία ξεπερνά τα στενά εκπ/κά πλαίσια και οι οποίες παρεμβάσεις έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή πραγματικότητα. Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τη φιλοσοφία, τη λειτουργία και τα πεπραγμένα του Π.Ε.Μ. Δεν μπορεί όμως να αγνοεί την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία 20 χρόνια ό,τι προσδιορίζει και καθορίζει τη μειονοτική εκπαίδευση έχει σχέση με το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. Γι’ αυτό η απουσία από τη διημερίδα κάποιου εκπροσώπου της επιστημονικής ομάδας του Π.Ε.Μ. είναι η δεύτερη ηχηρή απουσία,  όπως επισημάνθηκε και από άλλους συναδέλφους και συναδέλφισσες. Η απάντηση δε που δόθηκε από τη Δ.Ο.Ε. – μέσω του Προέδρου του συλλόγου της Ξάνθης - λέει τη μισή αλήθεια. Αν η Διδασκαλική Ομοσπινδία ήθελε την παρουσία του Π.Ε.Μ. στη διαδικασία, θα φρόντιζε έγκαιρα να την εξασφαλίσει.                                                                                                                                                                                                                                                                                    

Ταυτόχρονα με την αλλαγή της πολιτικής του ελληνικού κράτους, κατά την περίοδο αυτή των τελευταίων 30 χρόνων, συμβαίνουν γενικότερες αλλαγές που αφορούν και επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Αλλαγές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, που ανατρέπουν παλιότερα στεγανά. Το κυριότερο είναι η σταδιακή αστικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της μειονοτικής κοινωνίας, η οποία οδηγεί σταδιακά σε αλλαγές ρόλων και συμπεριφορών, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην παρουσία της μειονότητας στον ευρύτερο κοινωνικό – πολιτικό χώρο όσο και στις σχέσεις της με την ελληνική πολιτεία. Παράλληλα με τη σταδιακή μετεξέλιξη της αγροτικής πατριαρχικής οικογένειας σε πυρηνική σημαντική είναι η αύξηση του ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση των παιδιών και πέρα από το δημοτικό, η αύξηση του ποσοστού των κοριτσιών που συνεχίζουν τις σπουδές τους και στη δεύτερη βαθμίδα και η συνολική μείωση της σχολικής διαρροής.

Οι αλλαγές αυτές που διαπέρασαν τη μειονοτική κοινωνία στις τελευταίες δεκαετίες και ο αντίκτυπος που είχαν στην εκπαίδευση των παιδιών της, καταρρίπτουν παλιότερες απόψεις που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τη σχολική αποτυχία των παιδιών της μειονότητας ή και τη στάση της μειονοτικής κοινωνίας απέναντι στην εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας ως βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο το θρήσκευμα. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μεγάλου μέρους της μειονότητας οφείλεται σε πολλούς βέβαια παράγοντες που έδρασαν συσσωρευτικά όλα αυτά τα χρόνια, κυρίαρχος όμως είναι ο ρόλος του ταξικού παράγοντα. Αυτό εξηγεί και τις διαφοροποιήσεις μέσα στην ίδια τη μειονότητα. Η μεγάλη μάζα του μειονοτικού πληθυσμού αποτελούνταν από αγρότες με μικρό γεωργικό κλήρο ή από εργατικό ανειδίκευτο δυναμικό, ενώ υπήρχε μια μικρή αστικοποιημένη ελίτ. Οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών έφεραν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό status: αστυφιλία και αστικοποίηση, ενώ η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έπληξε καίρια τα εργατικά στρώματα της μειονότητας (εργάτες οικοδομής και σερβιτόροι στην πλειοψηφία τους), δημιουργώντας ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Γερμανία.

Σήμερα δεν μπορούμε πια να μιλάμε απλώς για «μειονοτική εκπαίδευση», αλλά γενικότερα για εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας. Το μειονοτικό σχολείο παραμένει βέβαια ο κύριος φορέας παροχής εκπαίδευσης προς τα παιδιά της μειονότητας, ωστόσο η σημερινή σχολική πραγματικότητα παρουσιάζει αξιόλογη ποικιλομορφία. Έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν δημόσια νηπιαγωγεία σε πόλεις, χωριά και οικισμούς με  αμιγή μειονοτικό πληθυσμό, ενώ πολλά νήπια που προέρχονται από τη  μειονότητα συνυπάρχουν με παιδιά της πλειονότητας στα ίδια νηπιαγωγεία, κυρίως στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα. Παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια τάση κάποιοι  γονείς παιδιών της μειονότητας, να επιλέγουν για τα παιδιά τους το δημόσιο σχολείο και όχι το μειονοτικό. Ένα δύσκολο και έντονο δίλημμα γι’ αυτούς. Αυτή η καινούρια πραγματικότητα ανάγκασε την ελληνική πολιτεία να καθιερώσει τη διδασκαλία του Κορανίου για μουσουλμάνους μαθητές που φοιτούν σε δημόσια σχολεία.

Τέλος, τα τελευταία χρόνια έχουμε αλλαγές και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: σημαντική αύξηση του αριθμού των παιδιών που συνεχίζουν και μετά το δημοτικό και ανάλογη μείωση της σχολικής διαρροής, ακόμα και για τα κορίτσια, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Γι’ αυτό και μέσα στους πολλούς απόντες της διημερίδας, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τους συναδέλφους της δευτεροβάθμιας, που θα έπρεπε να είναι εδώ για να μας μεταφέρουν τη δική τους πραγματικότητα, αλλά και τους προβληματισμούς τους, τις απόψεις τους.

Γιατί όμως όλο και περισσότεροι γονείς τα τελευταία χρόνια  προτιμούν το δημόσιο σχολείο από το  μειονοτικό; Σίγουρα οι λόγοι είναι πολλοί και δεν είναι μόνο εκπαιδευτικοί. Ωστόσο υπάρχει και μια διάσταση κατ’ εξοχήν εκπαιδευτική, που συνδέεται με την ίδια τη φύση του μειονοτικού σχολείου και κατά πόσο είναι σε θέση να παράγει μορφωτικά αποτελέσματα, ικανά να αντισταθμίσουν κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες ανάμεσα στην πλειονότητα και τη μειονότητα.

Το μειονοτικό σχολείο, παρά τη βελτίωση της εκπ/κής διαδικασίας μέσα σ’ αυτό, που προήλθε κυρίως από τις δράσεις του Π.Ε.Μ. και τις φιλότιμες και εντατικές προσπάθειες των εκπαιδευτικών του, κουβαλάει μια βαριά κληρονομιά, που δημιουργεί δυσκολίες και εμπόδια στην αποτελεσματικότητά του. Πρόκειται για τη διάσπαση του προγράμματός του σε ελληνόφωνο και τουρκόφωνο. Αν και χρησιμοποιώ τους όρους ελληνόφωνο και τουρκόφωνο για να το προσδιορίσω, ωστόσο το κύριο πρόβλημα δεν είναι ότι τα μισά μαθήματα γίνονται στα ελληνικά και τα μισά στα τουρκικά. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι μέσα στο ίδιο το σχολείο συνυπάρχουν και συλλειτουργούν δύο διαφορετικά σχολεία: με διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα, διαφορετική παιδαγωγική φιλοσοφία, διαφορετικά διδακτική προσέγγιση και μεθοδολογία, διαφορετικά σχολικά εγχειρίδια, διαφορετικούς σχολικούς συμβούλους. Και το χειρότερο είναι ότι τα δύο αυτά προγράμματα βαίνουν παράλληλα: δεν αλληλοδιαπλέκονται και δεν επικοινωνούν.

Τι σχολείο θέλουμε λοιπόν για τα παιδιά της μειονότητας;

Αυτό που θέλουμε και για τα παιδιά της πλειονότητας. Ένα σχολείο που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες και στα δικαιώματα των παιδιών μέσα σ’ ένα περιβάλλον συνύπαρξης. Ένα σχολείο μορφωτικής ισότητας, ένα σχολείο για όλα τα παιδιά,  ένα σχολείο για διαφορετικά παιδιά. Ένα σχολείο ολόπλευρης γνώσης, κριτικής σκέψης και δημιουργικότητας. Το σχολείο των όλων, των ίσων, των διαφορετικών.

Τέτοιο σχολείο μπορεί να γίνει στην περιοχή μας ένα δημόσιο διαπολιτισμικό σχολείο για όλα τα παιδιά τόσο της πλειονότητας όσο και της μειονότητας, ένα σχολείο που θα περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του την ισότιμη διδασκαλία όλων των μητρικών γλωσσών που μιλάνε οι μαθητές του –η πρόταση για δημόσια σχολεία στα μειονοτικά χωριά με 1 ώρα διδασκαλία της τουρκικής είναι απλώς αστεία- που θα σέβεται και θα αναδεικνύει τις τοπικές κουλτούρες και τις ιδιαιτερότητες. Θα στηρίζεται σ’ αυτές για να παράγει μορφωτικά αποτελέσματα.

Οι αλλαγές σε ό,τι έχει να κάνει με τη μειονοτική εκπαίδευση ποτέ δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνουν εύκολες. Έχουν πάντοτε να  αντιπαλέψουν παγιωμένες αντιλήψεις και στάσεις, αντικρουόμενα συμφέροντα, τη δεδομένη καχυποψία του μειονοτικού πληθυσμού –δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη, υποκινούμενη ή όχι. Πολύ περισσότερο οποιαδήποτε εκπαιδευτική παρέμβαση κινδυνεύει πάντα να συντριβεί στον μύλο των αντίπαλων εθνικισμών. Ωστόσο αλλαγές γίνονται. Και όταν επιχειρούνται με σχέδιο, υπομονή και μέθοδο, πετυχαίνουν.

Για να έχει όμως περιθώρια επιτυχίας οποιαδήποτε εκπαιδευτική παρέμβαση, είναι απαραίτητο να τηρούνται δύο προϋποθέσεις:

  • Να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα η ίδια η μειονότητα, ο πληθυσμός δηλαδήπρος τον οποίο απευθύνεται η παρέμβαση και να επιδιωχθεί η αποδοχή και η συναίνεση.

  • Να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν η άποψη και η στάση των εκπαιδευτικών της πράξης, αυτών δηλαδή που χρόνια τώρα στηρίζουν την εκπ/ση των παιδιών της μειονότητας με τις γνώσεις τους, με το ενδιαφέρον τους, με το φιλότιμό τους, με το πάθος τους.Δεν μπορεί λοιπόν οι εκπαιδευτικοί να αγνοούνται ή να απαξιώνονται.

 

Κλείνοντας θα αναφέρω μια σειρά από ζητήματα που θα πρέπει να έχει η Ομοσπονδία μας ως διεκδικητικούς  άξονες σχετικά με την εκπαίδευση της μειονότητας:

  • Σύγχρονα ενιαία αναλυτικά προγράμματα – περίγραμμα ύλης της ολόπλευρης γνώσης, της κριτικής σκέψης και της απελευθερωτικής προοπτικής, που θα αρνούνται τον κατακερματισμό της γνώσης, τη λογική της κατάρτισης, την αποθέωση της πληροφορίας και το αντιδραστικό ιδεολογικό περιεχόμενο.

  • Επικαιροποίηση και εμπλουτισμός των βιβλίων του Π.Ε.Μ.

  • Διδασκαλία και ανάδειξη όλων των μητρικών γλωσσών.

  • Διαρκής επιμόρφωση των εκπ/κών της περιοχής στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας, στην εκπ/ση των παιδιών της μειονότητας, αλλά και στην εκμάθηση των γλωσσών της μειονότητας (τουρκικά, πομάκικα, ρομανί). Επιμόρφωση με απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα και με εκπαιδευτικές άδειες.

  • Μείωση του αριθμού των παιδιών ανά τμήμα.

 

                                                                                                                                             

                                                                                                                         

Σημειώσεις

 

[1] Τοποθέτηση στη διημερίδα που οργανώθηκε από τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας για την εκπαίδευση της μειονότητας, Κομοτηνή 14 –15 Μαρτίου 2018.

G_01

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ

bottom of page