ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΕΣ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ[1]:
μια ενδιαφέρουσα έρευνα για το ρόλο της φιλανθρωπίας στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ
Μετάφραση και εισαγωγικό σημείωμα: Ελένη Παπαποστόλου
Εισαγωγικό σημείωμα
Τα τελευταία χρόνια, η μνημονιακή λιτότητα αλλά και η προσφυγική κρίση έφεραν μαζί τους την «άνθιση» της φιλανθρωπίας και ιδιαίτερα των διάφορων Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) στην ελληνική πραγματικότητα. Πολλοί θεωρούν ότι η δράση τους δημιουργεί «δίχτυ προστασίας» των πιο ευάλωτων που εγγυάται την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, όμως, η δράση της συντριπτικής πλειοψηφίας αυτών των οργανισμών συνιστά ένα αδιαφανές δίκτυο διαπλοκής για την διάχυση και καταλήστευση δημόσιων πόρων στο όνομα μάλιστα των αναξιοπαθούντων που υποτίθεται ότι ωφελούν.[2]
Παραδοσιακά, όπως υποστηρίζει η Barkan, η φιλανθρωπία, οι δωρεές και οι χορηγίες, αποτελούσαν και αποτελούν μέσο για το ξέπλυμα της ληστρικής πρακτικής με την οποία δημιούργησαν την περιουσία τους οι πλουτοκράτες. Και το ξέπλυμα αυτό γίνεται στο όνομα μάλιστα της δυστυχίας που οι ίδιοι δημιουργούν. Και βέβαια στη χώρα μας έχουμε αρκετά τέτοια δείγματα στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Διαβάζουμε σε χριστουγεννιάτικο φύλλο του Ριζοσπάστη το 1935:
« Η πλουτοκρατία σαν τάξη δεν είναι μόνο άχρηστη μα και βλαβερή. Η τάξη των Βουρλούμηδων και των Τσαλδάρηδων είναι κοινωνικό παράσιτο που ζει και θρέφεται βυζαίνοντας σα βόμπιρας το ηράκλειο κορμί του προλεταριάτου. Για να μη νιώσει το προλεταριάτο αυτή τη μεγάλη αλήθεια, η μπουρζουαζία προσπαθεί να το κρατεί όχι μόνο σκλαβωμένο ολικά και τυφλωμένο πνευματικά μα και δουλωμένο, ταπεινωμένο ψυχικά. Μια τέτοια μέθοδο ηθικής ταπείνωσης, ψυχικής διαφθοράς, συναισθηματικού εκφυλισμού είναι η φιλανθρωπία η σιχαμερή αυτή ελεημοσύνη που συνδέεται με απεριόριστη υποκρισία, ψευτιά και αγυρτεία…. Το βαθύτερο νόημα αυτής της σιχαμερής μπουρζουαζικής φιλανθρωπίας είναι διπλό: Γυρεύει να εξιδανικέψει, να περιβάλλει με το στεφάνι του ανθρωπιστή , του φιλάνθρωπου, του ευεργέτη τους λύκους- Βουρλούμηδες της πλουτοκρατικής εκμετάλλευσης. Κι ακόμα γυρεύει να ταπεινώσει ψυχικά το προλεταριάτο, να το εξευτελίσει να το ρίξει στο βούρκο του ψυχικού ξεπεσμού και της αδυναμίας, να του δημιουργήσει συνείδηση δουλική, παρασιτική για να το κρατήσει σε πολιτική και οικονομική καταπίεση και εκμετάλλευση.»[3]
Ο παραδοσιακός ρόλος της φιλανθρωπίας παραμένει ο ίδιος και σήμερα. Όμως, σε εποχές ακραίας λιτότητας, όπως η τωρινή εποχή της παντοκρατορίας του νεοφιλελευθερισμού, του «μικρότερου κράτους», δηλαδή της ολοένα συρρικνούμενης συμμετοχής της πλουτοκρατίας στη φορολογία, ο ρόλος της φιλανθρωπίας εκσυγχρονίζεται, διευρύνεται και μεταλλάσσεται:
«Από τη στιγμή που η ιδιωτικοποίηση κρατικών δραστηριοτήτων αντικατέστησε την αρχή της πολιτικής ιδιότητας από την αρχή της αγοραστικής δύναμης, δεν μπορεί να ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες του όποιος δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους ως ιδιώτης. Δεδομένου ότι αυτό δεν είναι δυνατό για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, η ιδιωτικοποίηση δημόσιων δραστηριοτήτων οδήγησε στην ανάδειξη του "τρίτου τομέα" (third sector). Ο τρίτος τομέας αποτελεί μια σύγχρονη, οργανωμένη και ευρηματική μορφή της παραδοσιακής φιλανθρωπίας. Σκοπός του δεν είναι ούτε το κέρδος (χαρακτηριστικό της αγοράς) ούτε η αυθόρμητη και προσωπική σχέση (χαρακτηριστικό της αυστηρώς ιδιωτικής σφαίρας) ούτε η άσκηση πολιτικής (ο τρίτος τομέας δεν επιχειρεί τον κοινωνικό μετασχηματισμό ή την επιρροή στην κρατική δράση, αλλά αρκείται στο να βοηθά όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες). Ο τρίτος τομέας γεννιέται συνεπώς όταν το κράτος εγκαταλείπει την κοινωνική πολιτική και οι πολίτες δεν έχουν το κουράγιο να αγωνιστούν ενάντια στην επέκταση της ιδιωτικής κυριαρχίας. Έτσι αυξάνονται οι οργανώσεις που παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας, πολιτισμού, περιβάλλοντος, διευκολύνουν την εύρεση εργασίας, δίνουν δάνεια σε τιμή κόστους και, γενικώς, εργάζονται χωρίς να απαιτούν την αμοιβή που θα τους προσέφερε η αγορά.»[4]
Με άλλα λόγια, είναι αυτό ακριβώς που εννοούσε ο Τζορτζ Μπους με τη διάσημη φράση του «χιλιάδες φωτεινά σημεία διάσπαρτα σαν αστέρια»[5]: την απόσυρση του κράτους από τις προνοιακές υποχρεώσεις του και την αντικατάστασή του από έναν ακίνδυνο εθελοντισμό, πλαισιωμένο (αν όχι στραγγαλισμένο) από δομές «φιλανθρωπικές» (ιδρύματα, Μ.Κ.Ο., εταιρικές χορηγίες κ.λπ.) που ωφελούνται περισσότερο από ότι ωφελούν. Και αυτό γίνεται κατανοητό από όσους συνειδητά αγωνίζονται ενάντια στη φτώχεια:
«Σας το γράφω σήμερα ως γυναίκα που πέρασε πάνω από 30 χρόνια στο κίνημα κατά της φτώχειας σαν μια φτωχή και μόνη μητέρα. Έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας να μας λένε ότι δεν είμαστε σκατά. Έπρεπε να υπομείνουμε όλα τα στερεότυπα όλων των "προοδευτικών" ανθρώπων και των ανθρώπων που είχαν καλή πρόθεση στην πορεία… Σκύβαμε το κεφάλι σε αυτούς που φορούσαν κοστούμια ή κολάρα ή στο πανεπιστήμιο. Σπάνια ακούγαμε τον εαυτό μας ή ο ένας τον άλλον… Μας έχουν χρησιμοποιήσει για φωτογραφίες και μαρτυρίες και για να δώσουν εύσημα για την εργασία τους, αλλά σπάνια μας ζήτησαν να μιλήσουμε για στρατηγική, εξουσία και κατεύθυνση. Λοιπόν, αδελφοί και αδελφές μου, είναι τα παιδιά μας στις πρώτες γραμμές: ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε και να μην αρκεστούμε απλώς σε μια θέση στο τραπέζι, αλλά να διδάξουμε ένα άλλο μονοπάτι που οδηγεί στον τερματισμό της φτώχειας… Ο αγώνας για να μείνει κανείς ζωντανός δεν γίνεται με ωράριο 9-5 και δεν συνοδεύεται από μισθό και δωρεά από κάποιο ίδρυμα… Η φιλανθρωπία είναι μια απάτη. Σταματήστε να είστε ένα πιόνι, όλη η ανθρωπότητα εξαρτάται από αυτό. Το πιο σημαντικό πράγμα που έχουμε είναι ο ένας το άλλον»[6]
Η σύγχρονη φιλανθρωπία είναι αυτό που ονομάζεται «στρατηγική φιλανθρωπία» ή φιλανθρω-καπιταλισμός. Είναι η φιλανθρωπία οικονομικών κολοσσών που δεν ξελασπώνει απλώς την πλουτοκρατία ξεπλένοντας τη βρομιά της και εξασφαλίζοντας την υπακοή των υπηκόων: αντιλαμβάνεται τη δράση της ως επένδυση με αποτελέσματα και κέρδη. Κέρδη από τις φοροαπαλλαγές που επενδύονται «φιλανθρωπικά» ως προωθητικές ενέργειες που φέρνουν αύξηση στις πωλήσεις και στη συνέχεια, ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Κέρδη από τις συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου που καταλήγουν σε αφαίμαξη δημόσιου χρήματος. Φοροαπαλλαγές (δηλαδή δημόσιο χρήμα) που μοιράζεται σε διάφορες «μη-κερδοσκοπικές» οργανώσεις για να προωθούν τι οικονομικοί κολοσσοί τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα.
Στην Ελλάδα βιώνουμε τα πρώτα βήματα της «στρατηγικής φιλανθρωπίας» στην εκπαίδευση. Η χρόνια υποχρηματοδότησή της, που εντάθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της μνημονιακής λιτότητας, έφερε πολύ πιο κοντά τις διάφορες μορφές παρέμβασης της φιλανθρωπίας. Από τις δωρεές του ιδρύματος Ωνάση σε σχολεία για εξοπλισμό φτάσαμε στην ανοιχτή παρέμβαση των διαφόρων «φιλάνθρωπων» και των χορηγών μέσα στα σχολεία, με την αγαστή συνεργασία του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης: Το πρόγραμμα αγωγής υγείας της Dole που μπήκε στα σχολεία υποχρεωτικά με έγγραφο του υπουργείου, όπου το ίδιο το υπουργείο έβαλε για πρώτη φορά ιδιωτική εταιρεία μέσα στα σχολεία να κάνει πρόγραμμα με διαφημιστικούς στόχους[7]· το πρόγραμμα του Ιδρύματος Νιάρχου για τα σχολικά γεύματα με αφορμή τις λιποθυμίες μαθητών από πείνα· τα προγράμματα «έτσι μαθαίνω καλύτερα» και «ανοιχτά σχολεία» του Δήμου Αθηναίων σε συνεργασία με το ίδιο ίδρυμα, με «τρόπαιο» κάποια επισκευή του κτιρίου του σχολείου ή την εγκατάσταση ενός μηχανήματος κλιματισμού, που έβαλαν μέσα διάφορες ιδιωτικές εταιρείες και Μ.Κ.Ο., είναι τέτοια παραδείγματα. Στην πιο ακραία εκδοχή της, η «εταιρική κοινωνική ευθύνη» έβαλε δυο σχολικές κοινότητες να ερίζουν και να ανταγωνίζονται στα όρια του ευτελισμού, ζητώντας την «ψήφο του κοινού» καλοκαιριάτικα στην παραλία της Θεσσαλονίκης[8]. Κι όλα αυτά ενώ ουδείς γνωρίζει αν και πώς οι δήμοι χρησιμοποιούν μέρος της κρατικής χρηματοδότησης για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων, προκειμένου να τρέξουν αυτά τα «προγράμματα». Τα «οικονομικά» αυτών των προγραμμάτων είναι ένας ακόμα γρίφος για όποιον θέλει να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του για κοινωνικό έλεγχο (δηλαδή η λεγόμενη «κοινωνική λογοδοσία» τους είναι για κλάματα).[9]
Όπως περιγράφει στο άρθρο της η Barkan, η σύγχρονη φιλανθρωπία έχει κι άλλες στοχεύσεις και απαιτήσεις: να κάνει, επί της ουσίας, κουμάντο όχι μονάχα σε όσους «ωφελεί» αλλά μέσω αυτών, να ασκεί πολιτική εξουσία και μάλιστα στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης, δηλαδή να επηρεάζει (ακόμα και να σχεδιάζει, να εισηγείται και να προωθεί) εκπαιδευτικές πολιτικές. Οι νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Αμερική, όπως δείχνει στη μελέτη της, όχι μόνο στηρίχθηκαν αλλά εν πολλοίς σχεδιάστηκαν από μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως το ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, το ίδρυμα δηλαδή του ιδιοκτήτη της Microsoft, τον ορισμό, δηλαδή του σύγχρονου πλουτοκράτη. Αν αναλογιστούμε την γοητεία που ασκεί το σχολείο της αγοράς στους επενδυτές της Wall Street και «ακολουθήσουμε το χρήμα», θα φτάσουμε στην σύγχρονη παγκόσμια εκπαιδευτική βιομηχανία που έχει τζίρο 4,4 τρις δολάρια ετησίως και δραστηριοποιείται στις ανά τον κόσμο εκπαιδευτικές αγορές. Οι αγορές αυτές στήνονται, προωθούνται και επεκτείνονται από τα λεγόμενα δίκτυα στα οποία συμμετέχουν επιχειρηματικοί όμιλοι, φιλανθρωπικά ιδρύματα, διεθνείς οργανισμοί μαζί με θεσμούς του κράτους ή/και της τοπικής αυτοδιοίκησης.[10]
Είναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν, να γνωρίσουμε την ανάμιξη όλων αυτών των «φιλάνθρωπων» στην εκπαιδευτική πολιτική στις ΗΠΑ και να δούμε τι ρόλο έπαιξαν στην επιβολή των αγοραίων πολιτικών όπως η γονεϊκή επιλογή σχολείου, τα παράλληλα δίκτυα σχολείων (όπως εδώ τα πρότυπα-πειραματικά), η αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολείων με βάση τα αποτελέσματα σε πανεθνικές εξετάσεις (high stakes testing) και πώς πολέμησαν λυσσαλέα την αντίσταση των εκπαιδευτικών και βέβαια να μάθουμε τους λόγους (τα συμφέροντα) πίσω από το μεγάλο τους ενδιαφέρον για όλα αυτά.
The crabbed millionaire's puzzle
(J.S. Pughe, Library of Congress)
Η μεγάλη φιλανθρωπία γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το ίδρυμα Russell Sage ιδρύθηκε το 1907, η Carnegie Corporation το 1911 και το ίδρυμα Rockefeller το 1913. Αυτά ήταν καινούργια και πολύ παράξενα πλάσματα, πολύ διαφορετικά από την παραδοσιακή φιλανθρωπία. Είχαν μακράν πολύ μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία και ήταν κατά τέτοιον τρόπο δομημένα, οικονομικά και νομικά, ώστε να κρατήσουν για πάντα. Επιπρόσθετα, το καθένα από αυτά διοικούνταν από διοικητικά συμβούλια με ισόβια μέλη-διαχειριστές ιδιώτες, χωρίς εξωτερικό έλεγχο[12]. Δεν συνδέονταν με κανένα θρησκευτικό δόγμα. Υιοθετούσαν μεγάλες, ατέρμονες αποστολές, όπως η «καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων». Επί της ουσίας, ξεκινούσαν σαν τεράστιες, αφορολόγητες εταιρείες που ασχολούνταν με αγαθοεργίες. Θα έκαναν όμως, το καλό, σύμφωνα με τα δικά τους πιστεύω και θα εμπλέκονταν στη δημόσια ζωή χωρίς να λογοδοτούν προς την κοινωνία, όπως πρέπει.
Από την αρχή, τα μεγα-ιδρύματα προκάλεσαν καχυποψία σε όλο το πολιτικό φάσμα. Κατά τους επικριτές τους, έμοιαζαν με κέντρα πλουτοκρατικής δύναμης που απειλούσαν την δημοκρατική διακυβέρνηση. Η ίδρυση φιλανθρωπικών εταιρειών, έλεγαν οι επικριτές, ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να εξασφαλίσουν τον πλούτο και να ξεπλύνουν την κακή φήμη των επιχειρηματικών μεγιστάνων που συσσώρευσαν περιουσίες κατά τη διάρκεια της Χρυσής Εποχής[13]. Ας δούμε την αντίδραση των Αμερικάνων γερουσιαστών έναντι του αρχικού αιτήματος του John D.Rockfeller για έγκριση ενός καταστατικού χάρτη [του ιδρύματος] (την οποία τελικά πήρε από την πολιτεία της Νέας Υόρκης):
Παρ’ όλους τους στενούς δεσμούς του με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ο προοδευτικός προεδρικός υποψήφιος Theodore Roosevelt αντιτάχθηκε στην προσπάθεια [του Rockefeller], υποστηρίζοντας ότι «κανένα χρηματικό ποσό φιλανθρωπίας που ξοδεύεται από αυτές τις περιουσίες [όπως του Ροκφέλερ] δεν μπορεί να ισοφαρίσει κατά κανέναν τρόπο τον παράνομο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκαν». Ο συντηρητικός δημοκρατικός υποψήφιος William Howard Taft αποδοκίμασε την [φιλανθρωπική] προσπάθεια σαν «το αντίτιμο για την ενσωμάτωση του κυρίου Rockefeller». Ο Samuel Gompers, πρόεδρος της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας [AFL, ένωση των εργατικών συνδικάτων των ΗΠΑ] είπε σαρκάζοντας ότι «το μόνο πράγμα που ο κόσμος θα δεχόταν με ευγνωμοσύνη από τον κ. Rockefeller, τώρα, θα ήταν η σύσταση ενός μεγάλου κληροδοτήματος για την έρευνα και την εκπαίδευση, ώστε να βοηθήσει τους υπόλοιπους ανθρώπους να δουν με τον καιρό πώς μπορούν να αποφύγουν να γίνουν σαν κι αυτόν»[14]
Οι κοινωνικοπολιτικές ιδέες αυτών των νέων ιδρυμάτων διαμορφώθηκαν από την κατανόησή τους για την μοντέρνα, βασισμένη στην έρευνα, ιατρική και ιδιαίτερα την μικροβιακή θεωρία. Οι επιστήμονες στόχευαν όχι απλώς να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα αλλά να ανακαλύψουν την φύση μιας ασθένειας, να απομονώσουν την παθογένεια, ύστερα να αναπτύξουν και να κατευθύνουν μια θεραπεία. Οι ιδιώτες φιλάνθρωποι σχεδίαζαν να κάνουν το ίδιο για τέτοιες κοινωνικές ασθένειες όπως η φτώχεια και ο αναλφαβητισμός: επιχορηγούσαν την έρευνα πάνω σε ένα πρόβλημα, χρηματοδοτούσαν το σχεδιασμό μιας θεραπείας και πλήρωναν για την πραγματοποίησή του (πολλές φορές με την βοήθεια και κρατικών κεφαλαίων). Τα μέλη του ιδρύματος έμοιαζε να μη γνωρίζουν ότι τα κοινωνικά προβλήματα είναι τόσο πολυεπίπεδα, τόσο βαθειά ριζωμένα στην ιστορία και τόσο πολύ μπλεγμένα με την πολιτική και την οικονομία ώστε να μην ταιριάζουν με το ιατρικό μοντέλο. Φυσικά, τα νέα ιδρύματα γενικών σκοπών δεν εστίαζαν αποκλειστικά στα κοινωνικά ζητήματα. Χρηματοδοτούσαν τις «σκληρές» επιστήμες[15], πρότζεκτ για τις διεθνείς σχέσεις και άλλα. Αλλά το να εκριζώνουν κοινωνικά προβλήματα ήταν προτεραιότητα.
Εκατό χρόνια αργότερα, η μεγάλη φιλανθρωπία ακόμα στοχεύει να λύσει τα πανανθρώπινα προβλήματα – με τα μέλη των ιδρυμάτων φυσικά να αποφασίζουν ποιο είναι το πρόβλημα και πώς μπορεί να λυθεί. Μπορεί να δρουν με καλή πρόθεση αλλά αυτοί είναι που προσδιορίζουν το «καλό». Η διευθέτηση παραμένει βαθειά πλουτοκρατική: είναι η εξουσία που απορρέει από τον πλούτο ασκείται στη δημόσια σφαίρα με ελάχιστο δημοκρατικό έλεγχο και ελάχιστες υποχρεώσεις προς την πολιτεία. Oι έλεγχοι και οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν τη συμπλήρωση της ετήσιας φορολογικής δήλωσης ενώ, από το 1969, έχουν υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο έως 2% στο καθαρό επενδυμένο εισόδημα[16]. Υπάρχουν κανονισμοί ενάντια στο self-dealing (χρησιμοποίηση της θέσης σε έναν οργανισμό για να κερδίσει κάποιος προσωπικά οφέλη), καθώς και το lobbying [άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης], (παρότι η «εκπαίδευση» όσων νομοθετούν θεωρείται νόμιμη) και στην υποστήριξη υποψηφίων για δημόσιο αξίωμα. Στην πραγματικότητα, τα όρια στην πολιτική δραστηριότητα ελάχιστα λειτουργούν τώρα: παραθυράκια των νόμων, έμμεση υποστήριξη πολιτικών οργανώσεων και ελάχιστη πληροφόρηση για τις ρυθμιστικές αρχές έχουν ακρωτηριάσει τις δυνατότητες ελέγχου.
Επειδή είναι ως επί το πλείστον ελεύθερα να κάνουν ό, τι θέλουν, τα μέγα-ιδρύματα απειλούν τη δημοκρατική διακυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών (που ορίζεται ως η συλλογικά οργανωμένη ζωή των ανθρώπων έξω από την αγορά και ανεξάρτητα από το κράτος). Όταν ένα πρότζεκτ ενός ιδρύματος αποτύχει- όταν, ας πούμε, οι σπόροι υψηλής απόδοσης καταλήγουν να εξαναγκάζουν τους αγρότες να φύγουν από τη γη τους ή όταν τα σχολεία τσάρτερ (σχολεία με κρατική επιχορήγηση που διοικούνται, όμως, από ιδιώτες) εκτοπίσουν τα παραδοσιακά δημόσια σχολεία και, στη συνέχεια, αποδεικνύεται ότι έχουν χαμηλότερες επιδόσεις από αυτά- τα υποκείμενα του πειράματος υποφέρουν, όπως επίσης υποφέρει και γενικότερα η κοινωνία. Ωστόσο, οι αυτοί οι «Καλοί Σαμαρείτες» μπορούν απλά να προχωρήσουν στο επόμενο πρότζεκτ τους. Χωρίς αντίρροπες δυνάμεις, ο πλούτος στις καπιταλιστικές κοινωνίες μεταφράζεται ήδη σε πολιτική δύναμη ∙ η μεγάλη φιλανθρωπία ενισχύει αυτή την τάση.
Αν και αυτός ο πλουτοκρατικός τομέας ελέγχεται από τους ιδιώτες, επιδοτείται από το δημόσιο. Αυτά τα Ιδιωτικά ιδρύματα εμπίπτουν στην ευρεία κατηγορία των αφορολόγητων οργανισμών της IRS[17], η οποία περιλαμβάνει οργανισμούς φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, επιστημονικών, λογοτεχνικών και άλλων σκοπών. Ο δημιουργός ενός μέγα-ιδρύματος που λέει «μπορώ να κάνω ό, τι θέλω, γιατί είναι τα χρήματά μου» κάνει λάθος. Ένα σημαντικό μέρος του πλούτου, 35% ή περισσότερο, ανάλογα με τους φορολογικούς συντελεστές, έχει αφαιρεθεί από το δημόσιο ταμείο, πλούτος τον οποίο οι ψηφοφόροι είναι αυτοί που θα έπρεπε να καθορίζουν πώς θα χρησιμοποιηθεί.
Το βασικό σκεπτικό τόσο για την φοροαπαλλαγή όσο και για τη μείωση φόρου φιλανθρωπική συνεισφορά (που καθιερώθηκε το 1917) είναι η τόνωση της συνεισφοράς των ιδιωτών. Ωστόσο, αυτό το σκεπτικό αποδυναμώνεται όταν εφαρμόζεται σε μεγιστάνες του πλούτου· ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για να τονωθεί η δική τους συνεισφορά θα ήταν να αυξηθεί η φορολόγηση της περιουσίας τους και των κερδών που φέρνουν τα κεφάλαιά τους. Αυτό έχει νόημα για το 65% των Αμερικανών φορολογουμένων που δεν μπορούν να έχουν τέτοιου είδους φοροαπαλλαγές.
Παρά τα αποτελέσματα των μελετών, το πόσο επηρεάζει το κίνητρο της φοροαπαλλαγής τις φιλανθρωπικές δωρεές παραμένει ασαφές. Είναι πολλοί και διαφορετικοί οι παράγοντες που καθορίζουν γιατί θέλει κάποιος να κάνει μια δωρεά: η θρησκευτικότητα, ο έμφυτος αλτρουισμός, η οικογενειακή παράδοση, κοινωνικές στάσεις, κοινοτικοί δεσμοί, η αφοσίωση των αποφοίτων, οι διακυμάνσεις του εισοδήματος. Όμως άλλα είδη δωρεών είναι αρκετά γνωστά. Λιγότερο από το 10 τοις εκατό όλης της φιλανθρωπίας στις Ηνωμένες Πολιτείες κατευθύνεται προς τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Οι πλουσιότεροι δωρητές αφιερώνουν ένα ακόμη μικρότερο τμήμα των δωρεών τους σε αυτές τις ανάγκες. Οι περισσότερες μεγάλες δωρεές πηγαίνουν σε πανεπιστήμια και κολέγια, σε νοσοκομεία και σε πολιτιστικά ιδρύματα, συχνά για την ανέγερση εξαιρετικά αναγνωρίσιμων κτιρίων που φέρουν το όνομα του δωρητή (New York Times , 6 Σεπτεμβρίου 2007 ).
Μια άλλη δημόσια επιδότηση των ιδιωτικών ιδρυμάτων προέρχεται από την «ελάχιστη απαίτηση πληρωμής 5%.» Για να αποτρέψουν τα ιδιωτικά ιδρύματα να αποθησαυρίζουν όλο τον πλούτο τους, η φορολογική μεταρρύθμιση του 1969 απαιτεί να διαθέτουν τουλάχιστον το 5% της αξίας του κληροδοτήματός σε δωρεές. Υπάρχει, ωστόσο, ένα παραθυράκι. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα «λογικά» διοικητικά έξοδα του ιδρύματος - από μισθούς και έξοδα ταξιδιών των διαχειριστών, δεξιώσεις, είδη γραφείου, εξοπλισμό, ενοίκια αλλά και νέα γραφεία. Μόνο το κόστος της οικονομικής διαχείρισης του κληροδοτήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δαπάνη δωρεάς. Έτσι, η πολυτελής διαβίωση δεν κοστίζει τίποτα σε ένα πλούσιο ίδρυμα: αν δεν δαπανηθεί μέρος της δαπάνης του 5% από το ίδιο το ίδρυμα για δικά του έξοδα πρέπει έτσι κι αλλιώς να δοθεί σε επιχορηγήσεις.
Αυτή τη στιγμή, η μεγάλη φιλανθρωπία στις Ηνωμένες Πολιτείες ανθεί. Σημαντικές πηγές ανάπτυξης αποτέλεσαν ο πλούτος που παράγεται από τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Τον Σεπτέμβρη του 2013 υπήρχαν εξήντα επτά ιδιωτικά επιδοτούμενα ιδρύματα με ενεργητικό πάνω από 1 δις δολάρια. Το Ίδρυμα Rockefeller, που κάποτε ήταν το πλουσιότερο, σήμερα κατατάσσεται στη δέκατη πέμπτη θέση· η Carnegie Corporation κατατάσσεται στην εικοστή ( Foundation Center http://data.foundationcenter.org/ ).
Τα μεγα-ιδρύματα είναι πιο ισχυρά σήμερα από ότι στον εικοστό αιώνα, όχι μόνο λόγω του μεγαλύτερου αριθμού τους, αλλά και λόγω του συγκείμενου μέσα στο οποίο λειτουργούν: εξάντληση των κυβερνητικών πόρων για τα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες, η τάση να ιδιωτικοποιηθεί ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο τομέα, η αύξηση της συγκέντρωσης του πλούτου στην κορυφή του 1%, ο εγκωμιασμός των πλουσίων απλά και μόνο γιατί συσσωρεύουν χρήματα, σχεδόν απεριόριστη ιδιωτική χρηματοδότηση των πολιτικών εκστρατειών και η μη εφαρμογή (ίσως αδυναμία εφαρμογής) του διαχωρισμού ανάμεσα στις νόμιμες εκπαιδευτικές δραστηριότητες και την παράνομη άσκηση πίεσης και πολιτικής προπαγάνδας. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεγάλη φιλανθρωπία έχει πάρα πολύ μεγάλη επιρροή.
Χωρίς αντίρροπες δυνάμεις, ο πλούτος στις καπιταλιστικές κοινωνίες μεταφράζεται έτσι κι αλλιώς σε πολιτική δύναμη· η μεγάλη φιλανθρωπία ενισχύει αυτή την τάση.
Στον εικοστό αιώνα, η δημόσια δυσπιστία και η περιστασιακή έρευνα στο Κογκρέσο ενθάρρυναν τη μεγάλη φιλανθρωπία να κρατήσει χαμηλότερο προφίλ. Τα ιδρύματα ήταν σε γενικές γραμμές επιφυλακτικά στην υποστήριξη κομμάτων στη δημόσια πολιτική, διακριτικά σε σχέση με κυβερνητικές διασυνδέσεις ή διστακτικά στην άσκηση πολιτικής. (Μια περιβόητη εξαίρεση ήταν το πείραμα του Ιδρύματος Ford στον κοινοτικό έλεγχο των σχολείων στην περιοχή Ocean Hill-Brownsville της Νέας Υόρκης το 1968.) To σημερινό πλαίσιο επιτρέπει ένα τελείως διαφορετικό στυλ: την αναζήτηση δημοσιότητας, τα επιθετικά προγράμματα και την εξώθηση των ορίων που απομένουν σε ότι αφορά την άσκηση πολιτικής δραστηριότητας. Αυτά τα «εξωπραγματικά» μέγα-ιδρύματα συνήθως εποπτεύονται από δωρεοδότες που βρίσκονται εν ζωή, ανθρώπους που έκαναν τεράστιες περιουσίες από τις επιχειρήσεις τους τα τελευταία χρόνια. Τα μάντρα της μεγάλης φιλανθρωπίας του εικοστού πρώτου αιώνα είναι οι στρατηγικές δωρεές, η απόδοση των επενδύσεων, η λογοδοσία των δωρεοδόχων, τα αριθμητικά στοιχεία για την επαλήθευση των αποτελεσμάτων, η κοινωνική επιχειρηματικότητα καθώς και η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτή η αγοραίου τύπου φιλανθρωπία συχνά ονομάζεται «επιχειρηματική φιλανθρωπία» (venture philanthropy) ή «φιλανθρω-καπιταλισμός» (philanthrocapitalism).
Οι ρόλοι του δωρητή και του δωρεοδόχου έχουν επίσης αλλάξει. Μια φορά κι έναν καιρό, τα μέγα-ιδρύματα έθεταν ένα στόχο και ζητούσαν από εμπειρογνώμονες να κάνουν μια ανεξάρτητη έρευνα σχετικά με το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Σήμερα πολλοί δωρητές και αξιωματούχοι, που διαχειρίζονται φιλανθρωπικά προγράμματα, έχουν τις δικές τους αντιλήψεις για τα κοινωνικά προβλήματα και τις λύσεις τους. Θα χρηματοδοτήσουν εκείνους τους ερευνητές οι οποίοι είναι πιθανό να σχεδιάσουν μελέτες που θα υποστηρίξουν τις απόψεις του ιδρύματος. Αντί να εξετάζουν τις προτάσεις που γίνονται από τρίτους, τα ιδρύματα προσλαμβάνουν υπάρχοντες μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή συστήνουν νέους για να υλοποιούν τα προγράμματα που έχουν σχεδιάσει τα ίδια. Ο τρόπος λειτουργίας είναι από πάνω προς τα κάτω· οι χορηγούμενοι (δωρεοδόχοι) εξυπηρετούν τους χρηματοδότες (δωρητές) τους. Τα μεγα-ιδρύματα αφιερώνουν επίσης σημαντικούς πόρους για στην υποστήριξη της οντότητάς τους - πουλώντας τις ιδέες τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στην κυβέρνηση σε κάθε επίπεδο και στην κοινή γνώμη. Υποστηρίζουν ακόμα τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ που κινούνται στους τομείς ενδιαφέροντός τους. Όλο αυτό σηματοδοτεί μια πολιτισμική μεταμόρφωση της μεγάλης φιλανθρωπίας.
Η σχέση εξουσίας μεταξύ δωρητή και χορηγούμενου ήταν πάντα μονόπλευρη υπέρ του δωρητή. Η κολακεία είναι ενσωματωμένη στη δομή της φιλανθρωπίας: οι δωρεοδόχοι προσαρμόζουν την εργασία τους στις απαιτήσεις των ευεργετών τους· εκλιπαρούν αιωνίως για τη συνέχιση της χρηματοδότησης. Ως αποτέλεσμα, τα στελέχη και οι διαχειριστές των ιδρυμάτων δεν έχουν ποτέ ανατροφοδότηση που να είναι επικριτική (δεν επικρίνονται ποτέ από τους δωρεοδόχους τους). Αντιμετωπίζονται σαν βασιλιάδες, κάτι που γεννά ματαιοδοξία, την επαγγελματική διαταραχή των φιλανθρωπο-βαρόνων. Με την ανάληψη και των δύο ρόλων, του εντολέα του έργου και του σχεδιαστή, ασκώντας από πάνω προς τα κάτω τον έλεγχο της εφαρμογής, τα σημερινά μέγα-ιδρύματα καταπνίγουν τη δημιουργικότητα και την αυτονομία στους άλλους οργανισμούς [αυτούς που δωρεοδοτούν]. Αυτό αποδυναμώνει την κοινωνία των πολιτών. Μερικά μέγα-ιδρύματα κινητοποιούνται ακόμα και για να νικήσουν τα μαζικά κινήματα που αντιστέκονται στα έργα τους. Όταν το κάνουν, οι τεράστιοι πόροι τους μπορούν να καταπνίξουν εύκολα τις τοπικές αντιδράσεις. Αυτό, επίσης, αποδυναμώνει την κοινωνία των πολιτών.
Για να είμαι σαφής, επικρίνω τόσο την υπερβολική επιρροή των μέγα-ιδρυμάτων στα δημόσια πράγματα όσο και το γεγονός ότι είναι επιδοτούμενα από το δημόσιο. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, οι μεγιστάνες του πλούτου δικαιούνται να ξοδεύουν τα χρήματά τους με όποιο νόμιμο τρόπο θέλουν, όπως να χρηματοδοτούν τεράστιους οργανισμούς για να δοκιμάσουν τις θεωρίες τους για τα ζώα συντροφιάς και για να προωθήσουν τα προσωπικά τους σχέδια. Αλλά αυτοί οι οργανισμοί δεν θα πρέπει να είναι αφορολόγητοι. Οι μεγιστάνες του πλούτου δεν χρειάζονται τα δισεκατομμύρια δολάρια των ετήσιων φοροαπαλλαγών για να επιβάλλουν τη θέλησή τους στη δημόσια σφαίρα. Μπορούν, και οι περισσότεροι θα το κάνουν, να ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες, χωρίς κυβερνητική βοήθεια. Ακόμη κι αν η ανακατανομή ισχύος με πιο δίκαιο τρόπο σε ολόκληρη την κοινωνία απαιτεί την μεταρρύθμιση των νόμων για τη χρηματοδότηση μιας πολιτικής εκστρατείας και αυστηρή προοδευτική φορολογία, αυτό δεν μπορεί να είναι λόγος για να συνεχιστεί η κρατική επιχορήγηση της μεγάλης φιλανθρωπίας.
Σύμφωνα με το Foundation Center[18] (σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον συγγραφέα), τα ιδιωτικά ιδρύματα που κάνουν δωρεές στις Ηνωμένες Πολιτείες αριθμούν 73.764 το 2011. Τα περισσότερα είναι μικρά. Κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, μόνο 1.293 από αυτά (1,8 %) είχαν περιουσιακά στοιχεία 50 εκ. δολάρια ή περισσότερο. Τα μικρά ιδρύματα δεν διαθέτουν τους πόρους για να οργανώσουν μαζικά κοινωνικά πειράματα, να κυριαρχήσουν στον εθνικό διάλογο για διάφορα ζητήματα, ή να καταπνίξουν την δραστηριότητα των πολιτών. Μάλλον χρειάζονται αφορολόγητο καθεστώς για να επιβιώσουν. Όταν χρηματοδοτούν μετρίου μεγέθους πιλοτικά σχέδια και επικεντρώνονται σε πληθυσμούς με ανεπαρκείς πόρους, όταν η έρευνα είναι στέρεη και το ίδρυμα συνεργάζεται με τους συμμετέχοντες χωρίς να τους καθυποτάσσει, υπάρχει μια πιθανότητα να ανακαλυφθούν καινοτόμες δημόσιες πολιτικές. Εάν ένα πιλοτικό πρόγραμμα είναι σαφώς επιτυχημένο, τότε οι δημοκρατικά εκλεγμένοι αξιωματούχοι πρέπει να αποφασίσουν αν θα το εξελίξουν ή όχι. Αν [το πρόγραμμα] αποτύχει, το ίδρυμα θα πρέπει να επανορθώσει για οποιαδήποτε ζημιά. Τα μεγα-ιδρύματα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με αυτόν τον τρόπο, και μερικά πράγματι χρηματοδοτούν ανεξάρτητα έργα μικρής κλίμακας. Αλλά το ίδιο το μέγεθος και η κουλτούρα της μεγα-φιλανθρωπίας συνηγορούν τώρα ενάντια σε αυτό.
Η περίπτωση της δημόσιας εκπαίδευσης
Εδώ και δώδεκα χρόνια, η μεγάλη φιλανθρωπία χρηματοδοτεί μια μαζική εκστρατεία για τον ανασχεδιασμό της δημόσιας εκπαίδευσης για τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και από μειονότητες, κατ’ εικόνα του ιδιωτικού τομέα. Αν τα σχολεία διοικούνται όπως οι επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται στην αγορά- συνεχίζει το επιχείρημα αυτό- το χάσμα στις επιδόσεις, που χωρίζει τους φτωχούς καθώς και τους μειονοτικούς μαθητές από εκείνους της μεσαίας τάξης και τους εύπορους μαθητές, θα εξαφανιστεί. Το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates , το Eli and Edythe Broad Foundation, και το Walton Family Foundation έχουν πάρει το προβάδισμα, αλλά και άλλα μέγα-ιδρύματα έχουν προσχωρήσει για να εγγυηθούν το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» [education reform movement]. Μερικά από αυτά είναι τα ιδρύματα Laura and John Arnold, Anschutz, Annie E. Casey, Michael and Susan Dell, William and Flora Hewlett, και Joyce.
Κάθε χρόνο η μεγα-φιλανθρωπία διοχετεύει περίπου 1 δις δολάρια για την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» [ed-reform]. Αυτό μπορεί να μοιάζει σαν μια σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με τα περίπου 525 δισεκατομμύρια δολάρια που καλούνται οι φορολογούμενοι να πληρώσουν για την δωδεκάχρονη εκπαίδευση (K12) σε ετήσια βάση. Αλλά εκεί που αλλάζει και διαμορφώνεται η πολιτική είναι στις επιλεκτικές δαπάνες, δηλαδή στις δαπάνες που γίνονται πέρα από τα όσα καλύπτουν το βασικό λειτουργικό κόστος. Τα μεγα-ιδρύματα χρησιμοποιούν τις επιχορηγήσεις τους σαν μοχλούς [διαμόρφωσης πολιτικών]: δίνουν τα χρήματα σε εκείνους τους δωρεοδόχους οι οποίοι συμφωνούν να υιοθετήσουν τις πολιτικές του ιδρύματος για τα ζώα συντροφιάς. Οι πολιτείες και οι σχολικές περιφέρειες που στερούνται χρηματοδοτικών πόρων αισθάνονται αναγκασμένες να λένε ναι στα εκατομμύρια δολάρια, ακόμη και όταν αυτά συνοδεύονται από πολλές δεσμεύσεις ή ακόμα κι όταν κρίνουν τις πολιτικές [των ιδρυμάτων] μη-συνετές. Συχνά βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση.
Οι περισσότερες κριτικές του τρέχοντος ρόλου της μεγάλης φιλανθρωπίας στη δημόσια εκπαίδευση επικεντρώνονται στην κακή ποιότητα των μεταρρυθμίσεων και στις αρνητικές επιπτώσεις τους στην εκπαίδευση - σχετικά με το ποιος ελέγχει τα σχολεία, πώς δαπανάται ο σχολικός χρόνος στην τάξη, πώς μετριέται η μάθηση και πως αξιολογούνται οι καθηγητές και οι διευθυντές. Η σκληρή κριτική είναι δικαιολογημένη. Αλλά για να εξετάσει την επίδραση που έχει το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της μεγα-φιλανθρωπίας στην δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών, απαιτείται να εστιάσουμε κάπως διαφορετικά. Οι φωνές των «ενδιαφερόμενων μερών» - των μαθητών, των γονιών και των οικογενειών τους, των εκπαιδευτικών και των πολιτών που στηρίζουν τη δημόσια εκπαίδευση – ενισχύονται ή αποδυναμώνονται; Η συμβολή τους στην δημόσια λήψη αποφάσεων αυξάνεται ή μειώνεται; Το μαζικό τους κίνημά ενθαρρύνεται ή καταπνίγεται; Οι πολιτικοί ανταποκρίνονται περισσότερο ή λιγότερο σε αυτούς; Είναι ο τύπος περισσότερο ή λιγότερο ελεύθερος να τους ενημερώνει; Εάν κρίνουμε με αυτόν τον τρόπο, η ανάμειξη της μεγα-φιλανθρωπίας έχει αναμφίβολα υπονομεύσει τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών.
Ο καλύτερος τρόπος για να το δείξουμε αυτό είναι να περιγράψουμε πώς πραγματικά λειτουργούν τα μέγα-ιδρύματα και πώς έχει ανταποκριθεί η κοινή γνώμη. Παρακάτω ακολουθούν αναφορές: σε μια συγκαλυμμένη εκστρατεία ενός ιδρύματος με σκοπό την δημιουργία υποστήριξης υπέρ των μεταρρυθμίσεων στην διδασκαλία ∙ σε ένα σχέδιο για τη δημιουργία ψευδο-κινήματος μαζικής λαϊκής υποστήριξης [astroturfing] υπέρ της αύξησης του αριθμού των υπό ιδιωτική διαχείριση charter schools[19]∙ στην προσπάθεια άσκησης επιρροής μέσω δωρεών σε ένα ορισμένο πρόσωπο που παραμένει σε ένα ορισμένο δημόσιο αξίωμα ∙ τέλος, στην πρακτική της πληρωμής των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για να εφαρμόσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Δεν μπορείς να ξεγελάς όλους τους ανθρώπους όλη την ώρα
Ο συνδυασμός του επιθετικού ύφους, αμφιλεγόμενων προγραμμάτων, και άφθονου χρήματος έχει οδηγήσει μερικά μεγα-ιδρύματα στον κόσμο του «astroturfing.» Δηλαδή, στην πολιτική δραστηριότητα που στοχεύει να εμφανιστεί αυθαίρετα ότι έχει τις βάσεις του στην τοπική κοινότητα, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι έτσι. Το αδρά χρηματοδοτούμενο ψευδο-κίνημα [στο εξής astroturfing, αμετάφραστο] καταπνίγει την αυθεντική λαϊκή δράση, θέτοντας ένα ζήτημα και αναλαμβάνοντας εξ’ ολοκλήρου την οργάνωση [για το ζήτημα αυτό]. Επιπλέον, όταν οι astroturfers έρχονται σε αντιπαράθεση με τις λαϊκές αντιδράσεις έχουν ένα συντριπτικό πλεονέκτημα λόγω των πόρων τους. Μερικές φορές, όμως, η αντίδραση μπορεί να φουντώσει όταν τα μέλη της κοινότητας συνειδητοποιήσουν ότι πίσω από μία υποτιθέμενη τοπική κίνηση βρίσκονται πληρωμένοι εγκάθετοι, άσχετοι με την κοινότητα.
Το 2009 το Ίδρυμα Gates χρηματοδότησε την δημιουργία ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού για να ξεσηκώσει μαζική λαϊκή στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις του Ιδρύματος που αφορούσαν την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών. Οι μεταρρυθμίσεις αφορούσαν τη χρησιμοποίηση της βαθμολογίας των μαθητών σε τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και την απόδοση χρηματικών μπόνους σε αυτούς, την κατάργηση της θητείας των εκπαιδευτικών καθώς και την κατάργηση της αρχαιότητας ως κριτήριο για την αύξηση του μισθού [μισθολογική ωρίμανση], τις απολύσεις και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις. Ο Γκέιτς πλήρωσε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών φιλανθρωπίας που ονομάζεται «Rockfeller Philanthropy Advisors» (RPA) 3,5 εκατομμύρια δολάρια για να ιδρύσει τη νέα μη κερδοσκοπική οργάνωση . Το προσωπικό της θα στόχευε σε τέσσερις «χώρους» -Πίτσμπουργκ , Μέμφις, περιφέρεια Χίλσμποροου (Τάμπα, Φλόριντα), και μια κοινοπραξία από charter schools στο Λος Άντζελες- όπου ο Gates ήταν έτοιμος να επενδύσει 335 εκατομμύρια δολάρια για να δοκιμάσει τις μεταρρυθμίσεις του. Η απόρρητη πρόταση της RPA , η οποία διέρρευσε στα μέσα ενημέρωσης το 2011, περιέγραφε μια πιθανή παγίδα για την «Teaching First» [Πρώτα η Διδασκαλία] (προσωρινή ονομασία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης):
Ένας άλλος κίνδυνος είναι η «Teaching First» (TF) να χαρακτηριστεί ως εργαλείο του Gates ή/και ότι πίσω της κρύβεται μια πολιτική ατζέντα πέραν της βελτίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης ....’Ένας τρόπος για να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα η TF να χαρακτηριστεί ως ξένη προς την κοινότητα είναι να διατηρήσει χαμηλό δημόσιο προφίλ και να εξασφαλίσει δημοσιότητα και καλή φήμη για τους τοπικούς της συνεργάτες, όποτε αυτό είναι δυνατό.
Μετονομαζόμενος σε «Κοινότητες για την Αριστεία στη Διδασκαλία» (Communities for teaching Excellence), ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός ξεκίνησε να λειτουργεί το 2010. Επέζησε για λιγότερο από δύο χρόνια. Απέτυχε, διότι προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό για τις αμφιλεγόμενες πολιτικές του στις τοπικές κοινωνίες στο Πίτσμπουργκ, στη Μέμφις, και στην Τάμπα, ενώ λειτουργούσε εκτός του Λος Άντζελες. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός αυξανόταν: διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του Ιδρύματος Gates, άρχισαν να χρηματοδοτούν άλλους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που έστειλαν έμμισθο προσωπικό σε όλη τη χώρα για να ξεκινήσουν ποικίλες εκστρατείες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αυτές οι προσπάθειες ήταν επίσης astroturfing, αλλά πολλές από αυτές είχαν μεγαλύτερη επιτυχία, εν μέρει διότι είχαν πολλαπλούς και έτσι λιγότερο αναγνωρίσιμους χρηματοδότες. Η Amy Wilkins, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης «Communities for teaching Excellence», συνόψισε το πρόβλημα, για την εφημερίδα Los Angeles Times ( 19 Οκτ 2012 ):
«Ο Gates συμμετείχε σε τόσο μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση που έκανε κάποιους από τους συνεργάτες του και τους άλλους χρηματοδότες νευρικούς. Πώς μπορεί να προβληθεί ότι δρας ανεξάρτητα; Θα πρέπει να δείξεις ότι έχεις την ευρεία υποστήριξη του κοινού, έτσι ώστε να μην θεωρηθείς ως ένας γελοίος αχυράνθρωπος του Gates. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος επέκρινε την οργάνωση και δεν άλλαξε καθόλου τη γνώμη του γι’ αυτήν.»
H πρόταση της RPA, που διέρρευσε, θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν ένα εγχειρίδιο χρήσης για astsroturfing με αδρό προϋπολογισμό. Να μερικές από τις «συμβουλές»:
«Μπορεί να είναι σημαντικό για το προσωπικό του TF να υποστηρίξουν και να συμμετέχουν σε καμπάνιες που σχετίζονται μόνο εξ’ απαλών ονύχων με την ατζέντα της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συμμάχους.....»
«Οργανώσεις βασισμένες στην κοινότητα είναι πολύ πιο πιθανό να επιλέξουν τη μεταρρυθμιστική ατζέντα και να επιμείνουν σε αυτήν αν μπορούν να υποστηρίξουν το προσωπικό μέσα από αυτό το έργο και, εάν έχουν τη δυνατότητα, να παραιτηθούν από άλλες πηγές χρηματοδότησης ....»
«Με την επαγγελματική βοήθεια από μία ή περισσότερες εταιρείες επικοινωνιακής πολιτικής, στις οποίες η TF θα αναθέσει έρευνα κοινής γνώμης και ομάδων-στόχου, θα διαμορφώσει ένα σώμα βασικών μηνυμάτων που μπορούν να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας. Η TF θα πρέπει να έχει στον προϋπολογισμό της δαπάνες για διαφημιστικές πινακίδες, διαφημίσεις σε λεωφορεία, σε εφημερίδες και άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης.»
Η παγίδα της γονεϊκής ενεργοποίησης
Τον Ιανουάριο του 2010 στην Καλιφόρνια θεσπίζεται ο πρώτος σε όλη τη χώρα νόμος «γονεϊκής ενεργοποίησης» . Ο νόμος δίνει στους γονείς το δικαίωμα να ελέγχουν την τύχη των δημόσιων σχολείων των παιδιών τους, εφόσον αυτά υστερούν κατ’ εξακολούθηση - ή εάν οι γονείς πειστούν ότι υστερούν. Όταν οι μισοί τουλάχιστον γονείς (ή κηδεμόνες) των μαθητών ενός σχολείου υπογράψουν αίτηση ενεργοποίησης, οι υπογράφοντες μπορούν να επιλέξουν την αντικατάσταση του διευθυντή του σχολείου ή του συνόλου του προσωπικού είτε την αντικατάσταση του δημόσιου σχολείου με ένα charter school ή ακόμα το κλείσιμο του σχολείου. Ο νόμος τέθηκε εξ’ αρχής σε αμφισβήτηση. Η διαδικασία ήταν βέβαιο ότι θα δίχαζε τις κοινότητες και ήταν ευάλωτη στην κακοποίηση και την έξωθεν χειραγώγηση. Αλλά το πιο σημαντικό, ο νόμος κατέστρεφε το δημοκρατικό χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης. Οι γονείς του τρέχοντος σχολικού έτους δεν έχουν το δικαίωμα να κλείσουν ένα δημόσιο σχολείο ή να το χαρίσουν σε μια ιδιωτική εταιρεία όπως οι χρήστες (του τρέχοντος έτους) ενός δημόσιου πάρκου δεν έχουν το δικαίωμα να το τσιμεντώσουν ή να το παραχωρήσουν σε ιδιωτική εταιρεία για να το διαχειριστεί χρησιμοποιώντας χρήματα των φορολογούμενων. (βλ. Diane Ravitch, Reign of Error , 2013). Σε μια δημοκρατία, οι ψηφοφόροι, είτε άμεσα είτε μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους, είναι αυτοί που αποφασίζουν για τα δημόσια ιδρύματα και πληρώνουν γι’ αυτά.
Ο ρόλος της μεγα-φιλανθρωπίας στο νόμο αυτό ξεκίνησε με την Green Dot, μια εταιρεία σχολείων charter με χρηματοδότηση από τα ιδρύματα Gates, Broad, Walton, Annenberg, Wasserman, και άλλα ιδρύματα (για μια λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων, δείτε την εξαιρετική αναφορά του Gary Cohn, « Δημόσια σχολεία - ιδιωτικές ατζέντες : η γονεϊκή επανάσταση » (http://www.alternet.org, 4/4/2013). Η Green Dot δημιούργησε μια οργάνωση που ονομάζεται Parent revolution [γονεϊκή επανάσταση] για να ασκήσει πιέσεις [ώστε να ψηφιστεί ο νόμος] και στη συνέχεια για να χρησιμοποιήσει το νόμο. Το ίδρυμα Broad Foundation ήταν ένας από τους πρώτους χρηματοδότες της Parent Revolution το 2009. Αφού πέρασε ο νόμος, μπήκαν μέσα και άλλα ιδρύματα. Η Parent Revolution λειτουργεί τώρα σε εθνικό επίπεδο και έχει λάβει πάνω από 14,8 εκατ. δολάρια, τα περισσότερα από μεγα-Ιδρύματα. Το ίδρυμα Walton έχει δώσει 6,3 εκατ. δολάρια (43 % του συνόλου). Άλλοι σημαντικοί χρηματοδότες είναι τα ιδρύματα Gates (1,6 εκατ. δολάρια), Arnold (1,5 εκατ. δολάρια), Wasserman (1,5 εκατ. δολάρια), Broad (1,45 εκατ. δολάρια) και Έμερσον (1,2 εκατ. δολάρια).
Μόλις πέρασε ο νόμος, η Parent Revolution δεν περίμενε οι πραγματικοί γονείς να κινήσουν τη διαδικασία ενεργοποίησης∙ προσέλαβε υπαλλήλους για να αναζητήσουν το κατάλληλο σχολείο. Επιλέχθηκε το δημοτικό σχολείο McKinley στο Compton, μια πόλη περίπου 97.000 κατοίκων (97% τοις εκατό Αφροαμερικάνων και Λατίνων) στην περιφέρεια του Los Angeles. H Parent Revolution συνέταξε ένα προσχέδιο του αιτήματος [ενεργοποίησης του νόμου] το οποίο διευκρίνιζε ότι το McKinley θα το αναλάβει μια εταιρεία διαχείρισης σχολείων charter (Charter Management Organization, CMO) που ονομάζεται Celerity Education Group [Ταχύτητα στην Εκπαίδευση]. Οι έμμισθοι υπάλληλοι της οργάνωσης, μαζί με τους δεκαπέντε γονείς που στρατολόγησαν, μάζεψαν υπογραφές και υπέβαλαν το αίτημα στην έδρα της περιφέρειας τον Δεκέμβριο του 2010. Στη συνέχεια ξέσπασε η σύγκρουση. Μερικοί από αυτούς που είχαν υπογράψει υποστήριξαν ότι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι υπογράφοντας επέλεγαν το σχολείο charter. Πενήντα ή εξήντα γονείς υπαναχώρησαν από τις υπογραφές τους. Άλλοι γονείς καθώς και η περιφέρεια ισχυρίζονταν ότι η αναφορά ήταν άκυρη, διότι η Parent Revolution είχε επιβάλλει όχι μόνο την επιλογή για [τη μετατροπή του σχολείου σε ] charter, αλλά μια συγκεκριμένη εταιρεία [σχολείων charter]. Κάθε πλευρά κατηγόρησε την άλλη για παρενόχληση, συμπεριλαμβανομένων των απειλών με απέλαση σε κατοίκους χωρίς νόμιμα έγγραφα. Μετά από την απόφαση του δικαστηρίου ότι το αίτημα ήταν έγκυρο, η εκστρατεία της γονεϊκής ενεργοποίησης στο McKinley τελείωσε, αφήνοντας στα μέλη της κοινότητας διχασμό και πικρία.
Η δεύτερη προσπάθεια της Parent Revolution - στo Desert Trails Elementary School στο Adelanto, ογδόντα πέντε μίλια βορειοανατολικά του Λος Άντζελες, προκάλεσε εξίσου μεγάλη αναστάτωση. Η πόλη έχει πάνω από 32.000 κατοίκους εκ των οποίων περίπου το 78% είναι Λατινοαμερικάνοι και Aφροαμερικάνοι. Ένας στους τρεις κατοίκους ζει κάτω από το όριο της φτώχειας∙ ο μεγαλύτερος εργοδότης είναι το σχολικό διαμέρισμα του Adelanto. Το 2011, η Parent Revolution προσέλαβε έναν υπάλληλο με ειδικότητα στην οργάνωση, πλήρους απασχόλησης, νοίκιασε ένα σπίτι για να χρησιμοποιηθεί ως γραφείο για την εκστρατεία, και, σύμφωνα με τον Gary Cohn, «έστειλε εμπειρογνώμονες για να εκπαιδεύσουν και να συμβουλεύουν τους γονείς για τα πάντα, από τη στρατηγική για την αντιμετώπιση του σχολικού συμβουλίου έως το να γράφουν επιστολές για να βοηθήσουν στην αναζήτηση υποψήφιων σχολείων charter ... παρείχε ακόμα και μπλουζάκια [με το λογότυπο της εκστρατείας].»
Μετά από μια διαδικασία αντιδικίας, 100 από τους 466 γονείς που είχαν υπογράψει την αίτηση για να δοθεί το σχολείο σε ιδιώτες (charter school) άλλαξαν γνώμη και ανακάλεσαν τις υπογραφές τους. Το σχολικό συμβούλιο ακύρωσε άλλες 200 υπογραφές. Με μόλις το 37% των γονέων, που απέμεινε, το συμβούλιο ψήφισε ομόφωνα τον Μάρτη του 2012 να απορρίψει την αίτηση. H Parent Revolution στη συνέχεια κατέφυγε στα δικαστήρια ενάντια στην απόφαση του συμβουλίου. Τον Ιούλιο ένας δικαστής του ανώτερου δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι ο νόμος γονεϊκής ενεργοποίησης δεν δίνει στους γονείς το δικαίωμα να αποσύρουν τις υπογραφές τους.
Όταν, στα μέσα Οκτωβρίου 2012, οι υπογράφοντες το αίτημα κλήθηκαν για να ψηφίσουν για το ποια εταιρεία charter θα αναλάβει το σχολείο, μόνο πενήντα τρείς από αυτούς εμφανίστηκαν στην ψηφοφορία. Δύο γονείς που ήταν αντίθετοι με την Parental Revolution είπαν στον Cohn γιατί αισθάνθηκαν αδικημένοι: Η Lori Yuan, μητέρα δύο μαθητών, είπε: «Είναι γνωστό σε όλους ότι δεν είναι αυθεντικό κίνημα λαϊκής βάσης.» Η Shelly Whitfield, μητέρα πέντε μαθητών, είπε: «Απομακρύνουν όλους τους δασκάλους που είχαν γύρω τους τα παιδιά μου εδώ και χρόνια. Μας πήραν το σχολείο μας και δεν νομίζω ότι είναι δίκαιο.»
Τον Απρίλη 2013, στη Φλόριντα, η Parent Revolution έκανε μια μεγάλη γκάφα όταν προσπάθησε να περάσει ένα βίντεο, που είχε φτιάξει η ίδια και που προπαγάνδιζε τη γονεϊκή ενεργοποίηση, ως προϊόν μιας τοπικής οργάνωσης με την ονομασία Sunshine Parents (Γονείς της Λιακάδας),. Η αποκάλυψη της απάτης έγινε λίγο πριν την ψήφιση νόμου γονεϊκής ενεργοποίησης από την πολιτειακή γερουσία, η οποία και ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικάνους. Οι υποστηρικτές [του νόμου] ήταν σίγουροι για τη νίκη, όμως η αποκάλυψη της υπόθεσης με το βίντεο έκανε κάποιους να αλλάξουν γνώμη. Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε με ψήφους 20-20 ( Miami Herald , 30η Απριλίου 2013 ).
To Μοντέλο ενός Σύγχρονου Μεγάλου Νόμου Ενεργοποίησης
Σύμφωνα με μια έκθεση από το Εθνικό Συνέδριο των κρατικών νομοθετικών σωμάτων , ο νόμος γονεϊκής ενεργοποίησης είχε κατατεθεί σε τουλάχιστον 25 πολιτείες μέχρι τον Μάρτιο του 2013. Εκτός από την Καλιφόρνια, ακόμη έξι πολιτείες έχουν ψηφίσει εκδοχές του: το Κονέκτικατ, η Ιντιάνα, η Λουιζιάνα, το Μισισιπή, το Οχάιο (ένα πιλοτικό πρόγραμμα στο Columbus), και το Τέξας. Αρκετά εύσημα για αυτή την ταχεία επέκταση παίρνει το Αμερικανικό Συμβούλιο Νομοθετικής Ανταλλαγής (ALEC), η πλέον διαβόητη οργάνωση των επιχειρήσεων, των ιδιωτικών ιδρυμάτων και περισσότερων από δύο χιλιάδες συντηρητικών βουλευτών. To ALEC συνέρχεται δύο φορές το χρόνο σε κλειστές συνεδριάσεις για να συντάξει προτάσεις νόμων για διάφορα θέματα· κατόπιν, οι εκπρόσωποι κάθε πολιτείας μπορούν να εισηγηθούν τους νόμους στα νομοθετικά σώματα όπου ανήκουν. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ALEC, «κάθε χρόνο, περίπου χίλια νομοσχέδια που βασίζονται έστω και εν μέρει στα μοντέλα νόμων του ALEC, εισάγονται στις πολιτείες. Από αυτά, κατά μέσο όρο το 20% γίνονται νόμοι.» Πολλοί από τους αμφιλεγόμενους νόμους - όπως οι νόμοι υπεράσπισης του ιδιωτικού χώρου και νόμιμης αυτοάμυνας, ταυτοποίησης ψηφοφόρων που καταστέλλουν την ψηφοφορία των μειονοτήτων και γονεϊκής ενεργοποίησης- βασίζονται σε μοντέλα του ALEC.
Παρά την προφανή πολιτική του ατζέντα, το ALEC απολαμβάνει τη φορολογική ασυλία των μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Το Ίδρυμα Gates έκανε δωρεά στην ομάδα αυτή 376.635 δολάρια το 2011 « για να εκπαιδεύσει και να δεσμεύσει τα μέλη της σε αποτελεσματικές προσεγγίσεις του κρατικού προϋπολογισμού ώστε να οδηγηθούμε σε καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα, καθώς και για να τους εκπαιδεύσει σε προνομιακές μεθόδους πρόσληψης, διατήρησης, αξιολόγησης και αποζημίωσης της αποτελεσματικής διδασκαλίας που βασίζεται στην αξία και την επιτυχία». Μετά από τις παραιτήσεις κάποιων συνεργατών εξαιτίας των αποκαλύψεων της δουλειάς που κάνει το ALEC, το ίδρυμα Gates ανακοίνωσε ότι θα ολοκληρώσει την δωρεά του στο ALEC αλλά δεν θα συνεχίσει τη χρηματοδότησή του στο μέλλον. ( Roll Call 9 Απριλίου, 2012 ).
Αυτός που πληρώνει δίνει και τον τόνο.
Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα κινδυνεύουν να χάσουν αφορολόγητο καθεστώς τους, αν κάνουν δωρεές απευθείας σε υποψήφιους για δημόσια αξιώματα, έτσι κάποια ιδρύματα έχουν δοκιμάσει άλλες μεθόδους για να εξασφαλίσουν ότι έχουν τους ανθρώπους που θέλουν σε θέσεις-κλειδιά.
Το ίδρυμα Broad Foundation που εδρεύει στο Λος Άντζελες έθεσε ως όρο, στο συμβόλαιο για τη δωρεά 430.000 δολαρίων στο Συμβούλιο Εκπαίδευσης του Νιου Τζέρσεϋ, να παραμείνει ο κυβερνήτης Chris Christie στην εξουσία. Όπως αναφέρει το Star-Ledger ( 13 Δεκέμβρη 2012 ), το Κέντρο Εκπαιδευτικού Νόμου (Education Law Center)[20] τoυ Newark επέβαλε την ακύρωση του συμβολαίου μέσω του πολιτειακού νόμου Open Public Records . Για τον διευθυντή του κέντρου, David Sciarra, «Είναι ένα ίδρυμα που καθοδηγεί την εκπαιδευτική πολιτική που θα πρέπει να καθορίζεται από το νομοθετικό σώμα.» Ο διευθυντής επικοινωνίας του Broad Foundation απάντησε «Θεωρούμε ότι η παρουσία ισχυρών ηγετών είναι σημαντική όταν δίνουμε παραδώσει δολάρια μας.»
Το ίδρυμα θα πολεμήσει άγρια την μεταρρύθμιση - όπως έχει κάνει και στο παρελθόν. Όταν ζητείται να παραιτηθεί από την άσκηση επιρροής ή να συμβάλλει περισσότερο στους φόρους, η αλτρουιστική παρόρμηση σβήνει.
Η περίπτωση της ρήτρας διατήρησης του Chris Christie δεν ήταν η πρώτη όπου ανακαλύφθηκε όρος σε συμβόλαιο δωρεάς σε δημόσιο οργανισμό που να σχετίζεται με τη στελέχωση του οργανισμού. Το 2010 στην Ουάσινγκτον, η διευθύντρια εκπαίδευσης Michelle Rhee διαπραγματεύτηκε επιχορηγήσεις 64.500.000 δολαρίων από τα ιδρύματα Broad, Walton, Robertson, και Arnold. Η Rhee σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει μέρος των χρημάτων για τη χρηματοδότηση της προτεινόμενης πενταετούς αύξησης του βασικού μισθού των εκπαιδευτικών κατά 21,6 %. Σε αντάλλαγμα ζήτησε από το συνδικάτο [των εκπαιδευτικών] να της παραχωρήσει περισσότερη εξουσία στην αξιολόγηση και την απόλυση δασκάλων και να επιτρέψει την επιπλέον αμοιβή (μπόνους) των εκπαιδευτικών που ανέβαζαν τις βαθμολογίες των μαθητών στις εξετάσεις. Τον Μάρτιο του 2010 τα ιδρύματα έστειλαν χωριστές επιστολές στη Rhee δηλώνοντας ότι διατηρούσαν το δικαίωμα να αποσύρουν τα χρήματά τους εάν έφευγε. Απαιτούσαν επίσης οι εκπαιδευτικοί να επικυρώσουν το προτεινόμενο συβόλαιο. ( Washington Post , 28 Απριλίου του 2010 ).
Οι επικριτές αμφισβήτησαν όχι μόνο την σοβαρή παρέμβαση στην σκληρή διαπραγμάτευση του συμβολαίου, αλλά και τη νομιμότητα της ρήτρας για την Rhee: δεν είχε διαπραγματευτεί μια συμφωνία δωρεάς που εξυπηρετούσε τα δικά της εργασιακά συμφέροντα; Οι εκπαιδευτικοί επικύρωσαν τη σύμβαση, αλλά η εξαιρετικά αντιδημοφιλής Rhee παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 2010, αφού ο δήμαρχος Adrian Fenty, που την είχε προσλάβει, έχασε τις εκλογές των Δημοκρατικών για τη Δημαρχία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μεγάλο μέρος των χρημάτων της δωρεάς είχε ξοδευτεί και ο νέος διευθυντής εκπαίδευσης διατήρησε τις πολιτικές της Rhee.
Τα ιδιωτικά ιδρύματα έχουν χρησιμοποιήσει μια άλλη τακτική για να ασκήσουν επιρροή στο Ενωμένο Σχολικό Διαμέρισμα (Unified School District ) του Los Angeles: πλήρωναν τους μισθούς περισσότερων από μια ντουζίνα ανώτερων επιτελικών στελεχών. Σύμφωνα με την εφημερίδα Los Angeles Times (16 του Δεκέμβρη 2009 ), οι ιδιωτικά χρηματοδοτούμενοι «δημόσιοι» υπάλληλοι εργάζονταν για την εκπόνηση σχεδίων εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όπως τα νέα συστήματα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και για τη συλλογή τεράστιων ποσοτήτων από στοιχεία για τους μαθητές. Μεγάλο μέρος των χρημάτων προήλθε από το Ίδρυμα Wasserman (4,4 εκατομμύρια δολάρια) και το Walton Family Foundation ( 1,2 εκατομμύρια δολάρια). Η Ford και η Hewlett έκαναν μικρότερες δωρεές. Το Broad Foundation κάλυψε τον μισθό των 160.000 δολαρίων του Matt Hill για να τρέξει, για το διαμέρισμα, το πρόγραμμα Public School Choice (επιλογή δημόσιου σχολείου) , που παρέδωσε τα λεγόμενα «σχολεία χαμηλών επιδόσεων» και τα νέα σχολεία στα χέρια ιδιωτικών φορέων. Ο Hill είχε εργαστεί στην ομάδα ανάπτυξης των επιχειρήσεων της Black & Decker πριν περάσει ένα από τα μη πιστοποιημένο πρόγραμμα κατάρτισης νέων διαχειριστών εκπαίδευσης του ιδρύματος Broad Foundation Το editorial των Times στις 12 του Γενάρη του 2010 έθεσε το ερώτημα της κοινής λογικής: «Σε ποιο σημείο τα οικονομικά δώρα αρχίζουν να διαμορφώνουν τη δημόσια λήψη αποφάσεων ώστε να ταιριάζει με μια ιδιωτική ατζέντα; ... Ακόμη και τα δώρα που γίνονται με τις καλύτερες προθέσεις, έχουν τον τρόπο τους να αλλάζουν τη συμπεριφορά. Το σχολικό πρόγραμμα θα πρέπει να το ρυθμίζουν οι εκπαιδευτικοί και το δημόσιο και όχι μεμονωμένοι φιλάνθρωποι.»
Μία μετριοπαθής πρόταση
H μεταρρύθμιση της μεγα-φιλανθρωπίας έχει ήδη καθυστερήσει. Ο στόχος πρέπει να είναι η μείωση της επιρροής της στην κοινωνία των πολιτών και στη χάραξη της δημόσιας πολιτικής με την ταυτόχρονη αύξηση των κρατικών εσόδων. Μερικές πιθανές αλλαγές φαίνονται προφανείς: να μην επιτρέπεται τα διοικητικά έξοδα να μετρούν έναντι του 5% της ελάχιστης πληρωμής [βλ. σελ. ] φόρου, η αύξηση του ειδικού φόρου επί των καθαρών εσόδων από επενδύσεις, η εξάλειψη της φοροαπαλλαγής για τα ιδρύματα με περιουσιακά στοιχεία πάνω από ένα ορισμένο μέγεθος και η αντικατάσταση της μείωσης φόρου φιλανθρωπίας με μείωση φόρου για όλους (για παράδειγμα όλοι οι δωρητές να έχουν μείωση φόρου 15% της συνολικής αξία όλων των φιλανθρωπικών εισφορών τους). Επιπλέον, είναι καίριας σημασίας ο αυστηρός έλεγχος της μεγα-φιλανθρωπίας από την εφορία- ιδιαίτερα όλες αυτές οι «εκπαιδεύσεις», που μοιάζουν τόσο πολύ με λόμπινγκ και με εκστρατείες.
Μια ακόμα μεταρρύθμιση θα ήταν να απαιτείται από τα ιδιωτικά ιδρύματα να «εξαντλούν» τα κληροδοτήματά τους μέσα σε χρονική διάρκεια ορισμένων ετών. Δεν θα υπάρχουν πλέον στο διηνεκές. Αυτή η ιδέα έχει πιθανότητες επιτυχίας: οι εν ζωή δωρητές μεγάλων μεγα-ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ιδρύματος Bill & Melina Gates, έχουν ήδη αποφασίσει την εξάντληση [του κληροδοτήματος] και πείθουν και άλλους να κάνουν το ίδιο.
Ο τομέας των ιδρυμάτων θα πολεμήσει με σφοδρότητα τη μεταρρύθμιση- όπως έκανε και στο παρελθόν. Όταν του ζητείται να παραιτηθεί κάποιας επιρροής ή να συμβάλλει περισσότερο στους φόρους, η αλτρουιστική παρόρμηση σβήνει. Ο τομέας των ιδρυμάτων λειτουργεί όπως κάθε άλλη ισχυρή ομάδα συμφερόντων. Η κυβέρνηση Ομπάμα, για παράδειγμα, προσπάθησε αρκετές φορές να μειώσει το πλαφόν της έκπτωσης λόγω δωρεάς, αλλά το λόμπι των ιδρυμάτων αγωνίστηκαν με επιτυχία σε κάθε προσπάθεια. Παρόλα αυτά, οι μεταρρυθμίσεις είναι βάσιμες, απαραίτητες και αξίζει να επιδιωχθούν.
Εν τω μεταξύ, το κοινό χρειάζεται κριτική και σε βάθος πληροφόρηση. Τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτυγχάνουν οικτρά, ως επί το πλείστον, στο καθήκον του ελέγχου. Δείχνουν στη μεγάλη φιλανθρωπία υπερβολική υποταγή και ασκούν ελάχιστο έλεγχο. Η δημόσια τηλεόραση και το ραδιόφωνο ζουν χάρη στη γενναιοδωρία της μεγα-φιλανθρωπίας. Η συνεργασία στον προγραμματισμό με τα μεγα-ιδρύματα έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία των μεγάλων ειδησεογραφικών οργανισμών, καθώς και των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, ιδίως σε θέματα υγείας και παιδείας.
Οι πρώιμοι σκεπτικιστές του εικοστού αιώνα ήταν δικαίως καχύποπτοι απέναντι στους πλουτοκράτες, που αποφασίζουν για τον τρόπο βελτίωσης της ανθρώπινης κατάστασης και στη συνέχεια να πληρώνουν για να μετουσιώσουν τις αντιλήψεις τους σε δημόσια πολιτική. Τώρα ήρθε η ώρα για μια νέα προοδευτική εποχή –γεμάτη από σκανδαλοθήρες και κυνηγούς των τραστ που θα ασκούν έλεγχο στη μεγάλη φιλανθρωπία.
Σημειώσεις
[*] Μια παλαιότερη έκδοση αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Social Research: An International Quarterly of the Social Sciences, Summer 2013. Μια ελαφρώς τροποποιημένη έκδοση αυτού του άρθρου εμφανίστηκε στην έντυπη έκδοση του Dissent Magazine στο τεύχος του φθινόπωρου του 2013, με τίτλο “Big Philanthropy vs. Democracy: The Plutocrats Go to School.”
[**] Η Joanne Barkan γράφει άρθρα για την οικονομία και την πολιτική. Γράφει ακόμα βιβλία για παιδιά και εφήβους. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ. Άλλα σχετικά άρθρα της είναι διαθέσιμα στο διαδικτυακό περιοδικό Dissent, στη διεύθυνση https://www.dissentmagazine.org/author/joannebarkan .
[1] Τίτλος του άρθρου της Joanne Barkan στην έντυπη έκδοση του περιοδικού Dissent.
[2] Μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο αλιεύει δημοσιεύματα παλαιότερα και πρόσφατα που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ορισμένα από αυτά είναι:
Καράβελας, Δ. (2014) MKO: από τίτλος τιμής, τιμολόγιο ντροπής.... Καθημερινή (25-2-2014). Ανακτήθηκε από http://www.kathimerini.gr/755550/opinion/epikairothta/politikh/mko-apo-titlos-timhs-timologio-ntrophs
Κιρκιλής, Π. (2017) Αδιαφανείς διαδικασίες στις προσλήψεις MKO μέσω των δήμων (upd). Skai.gr . ανακτήθηκε από http://www.skai.gr/news/greece/article/336249/adiafaneis-diadikasies-stis-proslipseis-mko-meso-ton-dimon-/#ixzz5BdnGtyjW
Μεγαλοοικονόμου Θ. (2016) Σχετικά με τον αδιαφανή ρόλο των ΜΚΟ. Εφημερίδα των Συντακτών (6/4/2016). Ανακτήθηκε από http://www.efsyn.gr/arthro/shetika-me-ton-adiafani-rolo-ton-mko
Νικολαϊδης, Θ. (2017). Απολυμένοι από ΜΚΟ: Οργανώνεις απανθρωπιάς προς τους εργαζόμενους . Δρόμος της Αριστεράς (11/3/2017) αρ.φ. 350. Ανακτήθηκε από https://www.e-dromos.gr/apolymenoi-apo-mko-organwseis-apanthrwpias-pros-tous-ergazomenous/
Σιούτη, Β. (2013). «Ακαδημία Διαφάνειας» από τον καθηγητή της «χρυσής» ΜΚΟ. The Press Project. Ανακτήθηκε από https://www.thepressproject.gr/article/44684/kadimia-Diafaneias-apo-ton-kathigiti-tis-xrusis-MKO
και η κριτική της «ναυαρχίδας» της φιλανθρωπίας: της δωρεάς του ιδρύματος Σ.Νιάρχος για το ομώνυμο ίδρυμα πολιτισμού:
Καμήλαλης, Θ. (2015). Μια δωρεά στο Νιάρχο. The Press Project, 12/9/2016. Aνακτήθηκε από: https://www.thepressproject.gr/article/99868/Mia-dorea-sto-Niarxo
[3] Ριζοσπάστης (1935). Η αστική φιλανθρωπία μέθοδος ταπείνωσης και διαφθοράς. Αναδημοσίευση στο https://atexnos.gr, 24/12/2016.
[4] Δημούλη, Δ., (2001, Οκτώβριος-Δεκέμβριος). «Κοινωνία των πολιτών» και κοινωνικός μετασχηματισμός: Από την φιλανθρωπία στον αντικαπιταλισμό. Θέσεις, τεύχ. 77. Ανακτήθηκε στις 2/4/2018 από http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=760
[5] Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Τζορτζ Μπους στην ομιλία του που δέχτηκε την προεδρική υποψηφιότητα στην Εθνική Συνέλευση των Δημοκρατικών του 1988 στη Νέα Ορλεάνη. Επανέλαβε τη φράση στην εναρκτήρια ομιλία του στις 20 Ιανουαρίου 1989: «Έχω μιλήσει για χιλιάδες σημεία φωτός, όλων των κοινοτικών οργανώσεων που διαδίδονται σαν αστέρια σε όλο το έθνος, κάνοντας καλό». Στη συνέχεια ίδρυσε μια ΜΚΟ με την ίδια ονομασία, που χρηματοδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό, για να βοηθά υποτίθεται τις εθελοντικές οργανώσεις. Παρότι ελεγχόταν για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος σε παχυλούς μισθούς και διογκωμένα διοικητικά έξοδα, συνέχισε να τη χρηματοδοτεί και ο Μπιλ Κλίντον. (βλέπε http://articles.baltimoresun.com/1993-04-23/news/1993113099_1_points-of-light-light-foundation-thousand-points, http://articles.baltimoresun.com/1995-01-09/news/1995009138_1_points-of-light-light-foundation-george-bush)
[6] Honkala, C. (2018, February 22). Don’t tell me how to punch if you’re not in the boxing ring! Ανακτήθηκε από https://economichumanrights.org/donttellmehowtopunch/
[7] Πέραν του ότι το ζήσαμε όλοι το 2012, το πρόγραμμα συνεχίζεται ανεμπόδιστα μέχρι τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας από 8/9/2016 με αριθ. πρωτοκόλλου φ14/1638/144520/Δ1. Να αναφέρουμε ότι έγινε επερώτηση στη βουλή από βουλευτές του ΚΚΕ για το θέμα (Δεκέμβρης 2012). Να σημειώσουμε ακόμα ότι το 2010 είχε γίνει γνωστό από τον τύπο και τα ΜΜΕ ότι η Dole κατηγορείται στις ΗΠΑ ότι δηλητηρίασε τους εργαζόμενούς της.
[8] Λυκεσάς, Α. (2017). Γονείς... «ζητιάνοι» της Coca-Cola! , Εφημερίδα Των Συντακτών, 12-7-2017 ανακτήθηκε στις 6-10-2017 από http://www.efsyn.gr/arthro/goneis-zitianoi-tis-coca-cola.
[9] Παπαποστόλου Ε. (2017). Η «μηχανική» της μεταρρύθμισης των εκπαιδευτικών αγορών, οι επιπτώσεις της αγοραιοποίησης και η επιβολή της στην ελληνική εκπαίδευση. Διαδικτυακό περιοδικό Εκπαιδευτική Λέσχη. Διαθέσιμο στο http://www.e-lesxi.gr/t10-ekp-arth14.
[10] To ζήτημα της παγκόσμιας εκπαιδευτικής βιομηχανίας και των παγκόσμιων δικτύων που προωθούν και επεκτείνουν τις εκπαιδευτικές αγορές αναδιαρθρώνοντας την εκπαίδευση ανά την υφήλιο, απασχολεί ιδιαίτερα την διεθνή αρθογραφία. Σχετικά μπορεί κανείς να διαβάσει:
Ball, S. J. (2016). Following policy: networks, network ethnography and education policy mobilities. Journal of Education Policy, 31(5), 549–566. https://doi.org/10.1080/02680939.2015.1122232
Reforming, R., Globally, S., Analysis, M., Policies, A., & View, E. S. (2016). The 2016 World Yearbook on Education : The Global Education Industry, (November 2015).
Verger, A., Steiner-Khamsi, G., & Lubienski, C. (2017). The emerging global education industry: analysing market-making in education through market sociology. Globalisation, Societies and Education, 15(3), 325–340. https://doi.org/10.1080/14767724.2017.1330141
Komljenovic, J., & Robertson, S. L. (2017). Making global education markets and trade, 7724(August). https://doi.org/10.1080/14767724.2017.1330140
Ball, S. J. (2017). Laboring to Relate: Neoliberalism, Embodied Policy, and Network Dynamics. Peabody Journal of Education, 92(1), 29–41. https://doi.org/10.1080/0161956X.2016.1264802
[11] Το πρωτότυπο είναι διαθέσιμο στο https://www.dissentmagazine.org/article/plutocrats-at-work-how-big-philanthropy-undermines-democracy
[12] Σ.τ.μ. Self-perpetuating board: Στις ΗΠΑ τα περισσότερα διοικητικά συμβούλια επιλέγουν τα ίδια τα νέα μέλη τους όταν μια θέση μένει κενή. Μπορεί το ίδιο το μέλος ενός διοικητικού συμβουλίου να επιλέξει τον διάδοχό του. Δεν υπάρχουν μέλη ιδρύματος με δικαίωμα να εκλέγουν το διοικητικό συμβούλιο αν και μπορεί να υπάρχουν μέλη που πληρώνουν κάποια συνδρομή και απολαμβάνουν προνόμια (όπως για παράδειγμα, τα μέλη ενός μουσείου μπορεί να απολαμβάνουν ελεύθερη είσοδο στις εκθέσεις του μουσείου ή εκπτώσεις στο κατάστημα του μουσείου κ.λπ.). Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δημοκρατική διαχείριση σε τέτοιου είδους διοικήσεις αν και εξασφαλίζουν σταθερότητα και συνέχεια στη διοίκηση του ιδρύματος. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στο http://charitylawyerblog.com/2011/04/26/nonprofit-law-jargon-buster-voting-members-vs-self-perpetuating-boards/
[13] Σ.τ.μ. H χρονική περίοδος 1870-1900 στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε γρήγορη εκβιομηχάνιση, μεγάλη οικονομική ανάπτυξη καθώς και ανάπτυξη των υποδομών (σιδηρόδρομοι) αλλά και αύξηση της δεξαμενής της εργατικής δύναμης εξαιτίας του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος προς τις ΗΠΑ. Χαρακτηρίστηκε από την διαφθορά και τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα και την πλήρη απουσία ελέγχου των οικονομικών συναλλαγών από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα οι πλούσιοι να εξασφαλίζουν μια εξεζητημένα πολυτελή διαβίωση που ερχόταν σε αντίθεση με την φτώχεια των χιλιάδων μεταναστών εργατών που συνέρρεαν στις μεγάλες πόλεις. Ήταν ακόμα η εποχή της οργάνωσης των εργατών με τους οποίους συγκρούστηκαν σκληρά οι ανερχόμενοι μεγιστάνες εκβιομηχανιστές, Κάρνεγκι και Ροκφέλερ.
[14] Peter Dobkin Hall, “A Historical Overview of Philathropy, Volountary Associations, and Nonprofit Oganizations in the United States, 1600-2000” στο The Nonprofict Sector: A Research Handbook ,Yale University Press, 2006
[15] Σ.τ.μ. Ο Ροκφέλερ χρηματοδοτούσε τις έρευνες των ναζί για την ευγονική.
[16] Σ.τ.μ. Στην Ελλάδα, μέχρι το 2013 τα κοινωφελή ιδρύματα αλλά και οι ΜΚΟ φοροαπαλλάσσονταν πλήρως. Από το 2013 και μετά, για τα κοινωφελή ιδρύματα (όπως αυτά του Σ.Νιάρχου, του Α.Ωνάση και του Λάτση) αλλά και για τις ΜΚΟ απαλλάσσονται πλήρως από φόρους τα έσοδα «που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο φόρου, με ενδεικτική απαρίθμηση: οι εισφορές (συνδρομές) και τα δικαιώματα εγγραφής των μελών τους, τα έσοδα από εράνους, τα έσοδα από κρατικές επιχορηγήσεις, τα έσοδα από χορηγίες ιδιωτών ή επιχειρήσεων, οι δωρεές τρίτων ….(κ.λπ.)». Ακόμα «σε κάθε περίπτωση η διαπίστωση της πραγματοποίησης εσόδων κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού των πιο πάνω προσώπων ανάγεται, ως θέμα πραγματικό, στην ελεγκτική αρμοδιότητα της φορολογικής αρχής, η οποία κρίνει επί του τεταγμένου σκοπού τους και για τον τρόπο κτήσης και διάθεσης των εσόδων τους». Όπως γίνεται αντιληπτό, οι αντίστοιχοι μεγα-φιλάνθρωποι στην Ελλάδα, ασκώντας τη δύναμη της εξουσίας τους, μπορούν κάλλιστα να επηρεάζουν τις φορολογικές αρχές ώστε να έχουν τη μέγιστη φοροαπαλλαγή των εσόδων τους. Για παράδειγμα φορολογούνται «τα έσοδα από δίδακτρα από τη λειτουργία ιδιωτικών σχολείων και εργαστηρίων, εφόσον η δραστηριότητα αυτή δεν αποτελεί τον κύριο μη κερδοσκοπικό σκοπό των παραπάνω προσώπων.» Όμως «στην περίπτωση που η δραστηριότητα αυτή αποτελεί τον κύριο μη κερδοσκοπικό σκοπό τους, τα παραπάνω έσοδα δεν αποτελούν αντικείμενο φόρου, καθόσον πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του μη κερδοσκοπικού εκπαιδευτικού σκοπού τους (ΠΟΛ.1123/18.06.2015)» Αφού όμως το πότε εκπληρώνεται ο μη κερδοσκοπικός εκπαιδευτικός σκοπός και πότε όχι είναι στη διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής, η επιρροή ενός ισχυρού πλουτοκράτη είναι καταλυτική για την επιβολή ή όχι των φόρων. Αντίθετα, ιδρύματα που δε διαθέτουν τέτοια «χαρτιά» μπορεί να πνίγονται στα χρέη από φόρους και να κλείνουν. (πηγή: https://www.taxsolution.gr/blog/2017-01/25282.html).
[17] Σ.τ.μ. Internal Revenue Service, κατά λέξη υπηρεσία εσωτερικού εισοδήματος, δηλαδή οι αντίστοιχες φορολογικές αρχές των ΗΠΑ.
[18] Σ.τ.μ. To Foundation Center είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που εδρεύει στη Νέα Υόρκη. Δηλωμένη αποστολή του Κέντρου είναι «να ενισχύσει τον κοινωνικό τομέα με την προώθηση της γνώσης σχετικά με τη φιλανθρωπία στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο.» Το ίδρυμα διατηρεί ολοκληρωμένες βάσεις δεδομένων για δωρητές και τις επιχορηγήσεις τους εκδίδει μια μεγάλη ποικιλία από έντυπα, ηλεκτρονικές και online πηγές πληροφόρησης· διεξάγει και δημοσιεύει έρευνες σχετικά με τις τάσεις στην ανάπτυξη των ιδρυμάτων, τις δωρεές και τις πρακτικές τους· προσφέρει προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και πληροφορίες για δίκτυα χρηματοδότησης.
[19] Σ.τ.μ. Σχολεία που λειτουργούν με κρατική χρηματοδότηση αλλά διοικούνται από ιδιώτες και έχουν σχετική αυτονομία από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι ένα παράδειγμα εναλλακτικής εκπαίδευσης και ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας. Tέτοιου είδους σχολεία υπάρχουν σε διάφορες άλλες χώρες εκτός από τις ΗΠΑ (academies και free schools στην Αγγλία). Στις ΗΠΑ τα πρώτα charter schools ιδρύθηκαν στην Minesota το 1991. Το μεγαλύτερο και ριζικότερο πείραμα εκπαιδευτικής αλλαγής με τέτοιου είδους σχολεία έγινε το 2005 μετά τον τυφώνα Κατρίνα στην New Orleans. Πηγή Wikipedia. (https://en.wikipedia.org/wiki/Charter_school).
[20] Σ.τ.μ. Οργάνωση που υπερασπίζεται τα δικαιώματα στη μόρφωση και τα δημόσια σχολεία των πιο φτωχών και των μειονοτικών μαθητών, στο New Jersey των ΗΠΑ. Για περισσότερες πληροφορίες στον διαδικτυακό τόπο http://www.edlawcenter.org/.